Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ο Μίρτος μου έδειξε την διεύθυνσιν προς την συνάθροισιν του σώματος, και ανελήφθη. Άμα εξελθών του χωρίου είδα τον αρχηγόν. Εκάθητο εις το κατώφλιον της θύρας ενός ανεμομύλου, του μόνου εκεί, αργούντος κατ' εκείνην την ώρα — . Κατά γης πλησίον του εκάθητο νεαρός νησιώτης. Ο άνθρωπος εφαίνετο ότι ήλθε δρομαίος μακρόθεν.
Εξελθών δε του κήπου και οχυρωθείς όπισθεν χονδρού κορμού ελαίας εφώναξε προς τον Στρατήν, όστις εξηκολούθει να παλαίη προς την αδελφήν του: — Μόνο 'γειά, μωρέ, και να σε βρω θέλω 'γώ και χώρις τουφέκι! Η Πηγή ανέπτυξεν υπερανθρώπους δυνάμεις διά να συγκρατήση τον αδελφόν της και να δώση καιρόν εις τον Μανώλην ν' απομακρυνθή.
Αλλ' ο ήρως εξελθών εις τον εξώστην, παρισταμένης εκ δεξιών της νεαράς και μυρτοστεφούς ηρωίδος, ελάλησεν εις το κοινόν διά μακρών, κρατών την σπάθην του διά της δεξιάς και ανημμένην λαμπάδα διά της αριστεράς, και εδήλωσε βροντωδώς, ότι προ των ομμάτων αυτών του περιεστώτος λαού ήθελε φονεύσει την νεάνιδα και πυρπολήσει διά πετρελαίου τον οίκον.
Και εξελθών εις τον εξώστην εξεκένωσε το ναυτικόν του τρομπόνιον χαιρετίζων τα ευλογημένα τέλη της ζωής του.
Ο Ανδροκλής, συνελθών ολίγον κατ' ολίγον, συνοικειώθη βαθμηδόν μετά του ευγνώμονος θηρίου, και επί τινας ημέρας συνέζησε και συνετράφη μετ' αυτού εντός του σπηλαίου Αλλ' αυγήν τινα, εξελθών προς ανεύρεσιν τροφής, συλλαμβάνεται υπό Ρωμαίων στρατιωτών, και δέσμιος απάγεται εις την Ρώμην, όπου είχεν ήδη μεταβή ο κύριός του. Εκεί δε καταδικάζεται να γίνη βορά των θηρίων.
Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου μέλη διά της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ' εβύθισε, συντετριμμένην ούτω και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον συντρόφους δύο δεκάρας, μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν πίπαν καί τινα φύλλα σιγαροχάρτου.
Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα, σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον ελαφρόν.
Καλά που δεν είνε εδώ τα παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά. Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της προτεραίας, το εμοιράσθη με τα μικρά της. — Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν. Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα. Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί, ελαφρότερον τον εαυτόν του.
Κατηφής και περίλυπος εξελθών εκ του δωματίου του ασθενούς ο ιατρός, είπε προς τους προεστώτας — Λυπούμαι, διότι πολύ αργά έφθασα· η ασθένεια είναι σφοδρά περιπνευμονία, η φλόγωσις εκορυφώθη, και μικροτάτη ελπίς θεραπείας μένει πλέον εις την επιστήμην. Απόπληκτοι εμείναμεν όλοι, ότε ηκούσαμεν τους απελπιστικούς αυτούς λόγους του ιατρού. Το Σχολείον κατά τας ημέρας εκείνας είχεν ερημώσει.
Ιδού ό,τι έχει ανθρώπινον η γυνή αύτη· αδυναμία σωματική, διάνοια νοσούσα, και επί τέλους φρενοβλάβεια, — τοιούτος ο βίος της. Ενώ δ' ο σύζυγός της μάχεται και αποθνήσκει ως ήρως, αύτη, δαίμων αληθής εξελθών του Άδου όπως κολάση τον Μάκβεθ, επιστρέφει εκουσίως εις τον Άδην, αυτοχειριαζομένη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν