United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το τέλος του χρόνου μίαν αυγήν ήλθαν όλες δακρυρροούσαι να με αποχαιρετήσουν διότι έμελλον να αναχωρήσουν και πάλιν εις διάστημα σαράντα ημερών ήθελον γυρίσει· και αφού αγκαλιάσαντές με όλες αποχαιρετήθημεν, μου παρήγγειλαν να ανοίξω εις την απουσίαν τους όλας εκείνας τας εννενήντα εννέα θύρας διά να ξεφαντώσω με την θεωρίαν εκείνων των πολυτίμων πραγμάτων, που είναι μέσα εις εκείνα τα κελλάρια και περιβόλια και να απολαύσω όσα η όρεξίς μου ζητεί· την δε χρυσήν θύραν να μην αποτολμήσω να την ανοίξω, διότι θέλει μου προξενήσει άκραν λύπην και μετάνοιαν.

Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους εννενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο ». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πώς δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο.

Τι; θέλ'ς να ζήσω ογδοήντα, εννενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' το χρωστάη! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!.. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κόττα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήση.

ΔΙΟΓ. Λοιπόν μήπως ήσουν πλούσιος και αφήκες πολλάς απολαύσεις εις την ζωήν; ΠΤΩ. Τίποτε απ' αυτά. Είχα γείνει εννενήντα χρονών επάνω κάτω, εζούσα δε ζωήν δυστυχισμένην και ως μόνον πόρον είχα την ψαρρικήν με το καλάμι και την ορμιάν. Εκτός δε της μεγάλης φτώχειας, ήμουν άτεκνος, ήμουν κουτσός και μόλις έβλεπα. ΔΙΟΓ. Και μολονότι ευρίσκεσο εις αυτήν την κατάστασιν ήθελες να ζης;

Ίσως δε βρέθηκαν εκεί Μαρκέλλοι και Θεόφιλοι να τις σκαρώσουνε. Δούλεψε όμως κ' εδώ η νομοθεσία του Θεοδοσίου, και στα 394, ύστερ' από διακόσες εννενήντα τρεις Ολυμπιάδες, καταργήθηκαν τέλος κ' οι περίφημοι Ολυμπιακοί Αγώνες, κ' έτσι έσβυσε κι αυτή η πολυξάκουστη δόξα της αρχαιότητας. Λες και πλέρωνε τώρα ο δύστυχος ο Εθνισμός για του Διοκλητιανού τις αμαρτίες!

Κραταιότατε βασιλεύ, η βασιλεία σου πρέπει να ηξεύρει, ότι εγώ μετά τον θάνατον του πατρός μας, υπανδρεύθην με έναν από τας πρώτας οικογενείας της Βαβυλώνος διά την πλουσίαν προίκαν μου· αλλά μετά ένα χρόνον εχήρευσα και αποφάσισα να ζήσω ανύπανδρη εις το εξής, επειδή είχα αρκετά πλούτη, έως εννενήντα χιλιάδες φλωριά· και αφού πέρασαν οι έξ μήνες της χηρείας και άφησα τα πένθιμα, έκαμα διάφορα λαμπρά και πολυτελή φορέματα διά να χαρώ την νεότητά μου.