United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκωθήτε, ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας, ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην να την ιδούν τα 'μάτια σας! — Τα σήμαντρα κτυπάτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την φρικτήν κραυγήν του μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει. ειπέ! ΜΑΚΔΩΦ Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει, αν έμβη εις γυναικός αυτί.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Απεκοιμήθηκα εκεί ‘ς τα έλατ’ αποκάτω, και μέσα εις τον ύπνον μου 'σαν όνειρον τον είδα μ' ένα εδώ να πολεμά, και να τον θανατόνη. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, προχωρών. Ρωμαίε! — Ω, αλλοίμονον! Τι αίμα κηλιδόνει τα μαρμαρένια πρόθυρα αυτού εδώ του τάφου; Εδώ τι θέλουν τα σπαθιά τα αιματοβαμμένα, γυμνά ριχμένα καταγής ‘ς τον τόπον της Ειρήνης; Α! ο Ρωμαίος! τι ωχρός!

Τι θενά κάμης Άρη; θα προδώσης χώρα δική σου από τα χρόνια τα παλιά; Θεέ, με τα χρυσ’ άρματα, προστάτευε τη χώρα προστάτευε, π’ αγάπαγες πολύ από μια φορά. Της χώρας πολιούχοι θεοί, ελάτ’ ελάτε όλοι και ιδήτ’ αυτή τη λιτανεία μας -περθένων που απ’ τη σκλαβιά ζητούμε γλυτωμό.

Μη μου ζητήτε να τα 'πώ, πηγαίνετε, ιδέτε, και έπειτα λαλήσετε. Ξυπνήστε! Σηκωθήτε! Σημάνετε το σήμαντρον! Ω! Φόνος! Προδοσία! Ξυπνήστε, Βάγκε, Δοναλβαίν και Μάλκολμ! Σηκωθήτε, τινάξετ' απ' επάνω σας τον ήσυχον τον ύπνον, — τον θάνατον τον ψεύτικον, — κ' ελάτ' εδώ να ιδήτε τον θάνατον αληθινόν! Ξυπνήστε, σηκωθήτε της τελευταίας Κρίσεως να ιδήτε την εικόνα! Ελάτε! Μάλκολμ, Δοναλβαίν και Βάγκε!

ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι, ε; Λοιπόν, οργίζομαι, Πρίσκιλλα, να μου φάνε τα κρέατα οι σκύλοι, αν να 'δώ τον Καίσαρα γονατιστό στα πόδια μου δεν κατορθώσω. Τώπα και θα το κάνω. Να μη σώσω. Σκλάβες, θεράπαινες, δούλες! ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Κυρία! τι σκέπτεσαι να κάνης; ΕΥΝΙΚΗ. Αστεία θάρρεψες πως σου τάλεγα; Τραβήξου στη γωνιά! Ελάτ' εδώ! Τώρα θα δης! Α! τον φονηά! Λύστε τα μαλλιά σας. . .

Νίκο ! Ψτ ! Νίκο ! του φώναξε ο ένας τους, ένα παιδί χοντρομπαλάδικο, άσπρο και κόκκινο με ξανθό μουστάκι σα χρυσαφένιο· και σαν είδε πως ο Νίκος τους ένοιωσε, τούκλεισε το μάτι κατά τη Λιόλια, σα να τούλεγε: «Πού την πέτυχες τη μικρούλα ; Καλά τα περνάς εσύ αυτού απάνωΕλάτ' απάνω τους φώναξε κι ο Νίκος, καταχαρούμενος.

Εγώ σ’ τις έφερα σιμά σου Οιδίπου, ξέροντας τι παρηγοριά θενά σου δώσουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ευτυχισμένος άμποτε να ’σαι για τούτο. Οι αθάνατοι να σε φυλάν και να σε σκέπουν. Παιδία μου πού είσθε; Ελάτ’ εδώ, ζυγώστε τ’ αδελφικά τα χέρια μου, όπου τυφλώσαν τα μάτια του πατέρα σας τα λαμποβόλα. Εγώ, που μη γνωρίζοντας φάνηκα ότ’ είμαι αδερφάκι σας, και πατέρας σας πως είμαι.