Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Οι στρογγύλοι οφθαλμοί του Σπόρου έγιναν ακόμη στρογγυλώτεροι, και ο οίνος ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος. Ούτος έβρεξε τον δάκτυλόν του εντός αυτού, εχάραξεν ένα ιχθύν επί της τραπέζης, και είπεν: — Ειξεύρεις τι σημαίνει τούτο; — Ψάρι! Μεγάλο πράγμα! . . . είναι ψάρι . . .
Και ωσάν της εφανέρωσα αυτό, ευθύς εις τον ίδιον καιρόν της εδιηγήθηκα, μα χωρίς να κρύψω το παραμικρόν, όλην μου την ιστορία. Τελειώνοντας δε την διήγησίν μου, Βασιλέα μου, είπεν αύτη, ήξευρε ότι αν κατά τύχην και δεν ήθελες είσαι υιός Βασιλέως, δεν ήθελα σε αγαπήσει ολιγώτερον απ' ό,τι σε αγάπησα.
— Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;
Εις τους μυθικούς και ηρωικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδος, μας είπεν ο Γεροστάθης, αναφέρονται παραδείγματα φίλων πιστών συχνότερα παρά εις την μεταγενεστέραν ιστορικήν εποχήν της Ελλάδος. Εκ τούτου δε εσυμπέρανεν ότι όσον τα ήθη φθείρονται, τόσω σπανιώτερον αποκαθίσταται το ωραίον φαινόμενον της αληθούς φιλίας.
Όταν συνήλθον, ήμην εξηντλημένος, από ψυχρόν περιρρεόμενος ιδρώτα. Εν τούτοις ο Κροίσος στιχουργός ουδέν ενόησεν· όχι τόσον διότι ήτο σκοτεινά, όσον διότι δεν είχε σηκώσει τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του. — Και τώρα, ετραύλισα, Κύριε Π., με ταις υγείαις σας! Πρέπει να απέλθω. — Καλήν εντάμωσιν όσον ούπω! είπεν εκείνος και εστράφη να σφίξωμεν τας χείρας, αλλ’ εγώ είχον απέλθει.
— Πού τον ηύρες τον μουστερή!... είπεν ειρωνικώς ο Γύφτος. Εγώ τώρα, καθώς είμαι κουρασμένος, και είνε και νύχτα... — Όχι τώρα, υπέλαβεν ο ξένος. Έχομεν καιρόν. Αύριον, μεθαύριον. — Και τι δουλειά έχω, να πάγω εγώ εκεί; αντείπεν ο Γύφτος. — Ίσως θα εύρης δουλειά, επέμενεν ο ξένος. — Άλλην απ' αυτήν που κάμνω κάθε μέρα;... — Εάν εύρης καλλίτερην, δεν την αφήνεις; — Όχι, είπε σταθερώς ο Γύφτος.
Αφού δε κατεκλίθη: — Καλά όλ' αυτά, είπεν, αλλά μου φαίνεσθε νήφοντες, ω άνδρες· αυτό δε δεν είνε πράγμα που ημπορεί να επιτραπή, και επομένως πρέπει να πίωμεν διότι με αυτήν την συμφωνίαν εμβήκα. Εκλέγω λοιπόν εμαυτόν άρχοντα της πόσεως, έως ότου να πίετε και σεις αρκετά. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθων, αν υπάρχη, κανένα μέγα κύπελλον.
— Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων· — Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.
Αυτά λοιπόν δεν γίνονται το έν από το άλλο, αφ' ού είναι εναντία; ηρώτησεν ο Σωκράτης και μεταξύ αυτών δεν γίνονται δύο γεννήσεις, αφ' ού είναι δύο; Και πώς όχι; Είπεν ο Κέβης. Και ότι αι γεννήσεις αυτών των δύο, η μεν μία είναι το αποκοίμισμα, η δε άλλη το ξύπνημα. Το εκατάλαβες αρκετά, είπεν ο Σωκράτης, ή όχι; Παραπολύ αρκετά, είπεν ο Κέβης.
Αφού δε έρριψαν εναντίον αλλήλων όλας του κόσμου τας ύβρεις και τας κατηγορίας, ο Διοκλής είπεν εις το τέλος ότι ουδέ επιτρέπεται εις τον Βαγώαν να παρουσιάζεται ως φιλόσοφος και να διδάσκη φιλοσοφίαν και να διεκδική αμοιβάς δι' αυτήν, καθότι είνε ευνούχος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν