Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ο παπά- Φραγκούλης απεφάνθη ότι, αφού εξάπαντος θα ενύχτωναν, κάλλιον θα ήτο να δοκιμάσωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδύναντο να προχωρήσωσι διά θαλάσσης, και ύστερον θα είχον καιρόν να καταφύγωσι και εις την δευτέραν μέθοδον. Ήδη ο ήλιος επιφανείς ακόμη μίαν φοράν έκλινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημίσεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε.
Αλλά δεν εφαντάζετο ότι έμελλεν από ανακριτρίας να περιέλθη εις την θέσιν της εξεταζομένης. Αιφνιδίως λοιπόν λέγει προς την Αϊμάν· — Ενθυμείσαι, κόρη μου, αν έζησες ποτε εις την Ρόδον; — Εις την Ρόδον; επανέλαβεν ενδοιάζουσα η Αϊμά. — Εις την νήσον Ρόδον, επέμεινεν η Σιξτίνα. Είνε ωραία νήσος. — Όχι, δε έζησα εκεί, είπεν η Αϊμά. — Για θυμήσου καλά, είπεν ισχυρογνωμόνως η Σιξτίνα.
— Δε ζητούμε από τη μεγαλειότητά σας, είπεν ο Κακαμπός, παρά λίγα πρόβατα φορτωμένα τρόφιμα, χαλίκια και λάσπη του τόπου. Ο βασιλιάς γέλασε: — Δεν καταλαβαίνω, είπε, τι γούστο βρίσκουνε οι Ευρωπαίοι στην κίτρινη μας λάσπη· αλλά πάρετε όση θέλετε κι' άμποτε να σας χρησιμέψη.
— Έρχεσθε κατ' ευθείαν εκ Σπάρτης; — Ναι. — Και τι εμάθετε εκεί; — Έν μόνον σπουδαίον, είπεν ο Θεόδωρος. — Το ποίον; — Λέγουν ότι οι Τούρκοι πολιορκούν την βασιλεύουσαν των πόλεων, είπεν ο Θεόδωρος με συγκεκινημένην φωνήν. Συγχρόνως δε απεκάλυψε την κεφαλήν, καθ' ην στιγμήν επρόφερε τας δύο λέξεις: «βασιλεύουσαν των πόλεων». Ήτο έθος συχνόν παρά τω λαώ της Ελλάδος κατά τον χρόνον εκείνον.
Αλλά, είπεν ο Σωκράτης, γνωρίζομεν επίσης τι είναι αυτή η ισότης; Βεβαίως γνωρίζομεν, είπεν ο Σιμμίας. Άρα γε ίσαι μεν πέτραι και κάποτε δένδρα, τα οποία είναι τα ίδια, δεν φαίνονται άλλοτε μεν ίσα, άλλοτε δε όχι; Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας. Τι δε λέγεις; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Καμμίαν φοράν τα ίδια ίσα πράγματα σου εφάνησαν άνισα, ή η ισότης σου εφάνη ανισότης;
Μα το σταυρό· θα κατεβώ καμμιά ώρα κ' εκεί θα μείνω από το κακό μου! — Σώπα, καϋμένε· του είπεν ο άφτουρος γελώντας. Έτσι είνε το σφουγγάρι· θέλει τύχη. — Μα τι τύχη και ξετύχη! Βλέπεις πολλές φορές γυρίζω απάνου — κάτου και δεν βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα εκεί που ξεχωρίζω κανένα, και ρίχνομαι σαν πεινασμένος σκύλος να τ' αδράξω χαπ! και άλλος μου τ' αρπάζει. — Τ' αρπάζει άλλος!
— Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε, και τι θα γίνουμε, είπεν ο Στάθης. Ο γέρο-Στεφανής, προσέθηκε μελαγχολικώς· — Άλλοι σπέρνανε, κι' άλλοι θερίζουνε.
Τι λέγομεν λοιπόν διά την ψυχήν, είπεν ο Σωκράτης, ότι είναι πράγμα ορατόν, ή ότι δεν είναι ορατόν; Ότι δεν είναι ορατόν, είπεν ο Κέβης. Είναι λοιπόν αόρατον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ναι, είπεν ο Κέβης. Η ψυχή λοιπόν ομοιάζει με το αόρατον περισσότερον παρ' ό,τι ομοιάζει το σώμα, το δε σώμα ομοιάζει περισσότερον με το ορατόν, είπεν ο Σωκράτης. Χωρίς άλλο, ω Σώκρατες, είπεν ο Κέβης.
— Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά πείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε. Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην. — Για πού τώβαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν. Η Αμέρσα δεν απήντησε.
Ως εξ ενστίκτου, εζήτει περί αυτήν έρεισμά τι, κάποιαν ενίσχυσιν, εζήτει έν φάρμακον κατά της αδυναμίας της τής ενόχου, της ολεθρίας . . . Προ πολλού επεθύμει να ταξειδεύση και ο σύζυγος ανέμενε τας διαταγάς της, χωρίς αύται να δίδωνται. — Όταν θελήσης, είμ' έτοιμος, Αρσινόη, της είπεν ημέραν τινά· τίποτε δεν θα μ' εμποδίση. — Ναι, ναι, Άγγελε, ευχαριστώ· αργότερα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν