United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι μπορούσε να απελευθερωθεί από το πιο αισχρό μέρος του βάρους που τον πλάκωνε: από τη σιωπή. «Λέγε μου», είπε, ενώ ο Έφις πήγαινε να καθίσει στη συνηθισμένη θέση χωρίς ν’ αφήσει το καλάθι από το χέρι του. «Λέγε!», επανέλαβε δυνατότερα όταν είδε τον άλλο να σιωπά. «Τώρα;» ο Έφις αναστέναξε. «Και τώρα; Οι κυράδες μου ηρέμησαν κάπως επειδή τους υποσχέθηκα να σε διώξω, καταλαβαίνεις; Πιστεύουν ότι τις συναλλαγματικές τις υπόγραψε πράγματι ο ντον Πρέντου κι εγώ δεν είχα το θάρρος να τους πω την αλήθεια επειδή οι υπογραφές είναι ψεύτικες, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, έτσι δεν είναι; Α, Τζατσίντο, ψυχή μου, τι έκανες!

Τότε του φάνηκε πως είδε τον μπαμπά και τη μαμά, τον Ούλοφ και το Σβάντε, τις δυο υπηρέτριες κι άλλους ακόμα. Φωνάζανε ο ένας δυνατότερα από τον άλλον, ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί. Ο Σβεν δεν μπόρεσε να δη από πού ήρθανε.

— Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε, ξαναείπε το μικρό αδερφάκι δυνατότερα τώρα. Τότε εννόησε ο μπαμπάς. Ο μικρός είχε θυμώσει γιατί δεν τον ανάφερε το βιβλίο κι αυτόν. Όσο μικρός κι αν είταν, ήθελε δικαιοσύνη.

Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της: — Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω. Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους!

Δυο χέρια δυνατότερα από τα δικά του το αγκαλιάζουνε και το παίρνουνε με τη βια από την επικίντυνη θέση κι από το θέαμα της θάλασσας. Το παιδί είμαι γω ο ίδιος και χαμογελώ μελαγχολικά με την ανάμνηση, ενώ περνούν οι νυχτερινές ώρες χωρίς να το νοιώθω και κάθουμαι μόνος και κοιτάζω σε κείνο, που μέλλει να γίνη.

Ήτο τωόντι σάββατον της Δ' εβδομάδος των Νηστειών. — Μην πηαίνη αλλά φράγκα ούτος που είνε μέσα; είπεν ο Πολύζος. — Στοιχειό θα είνε· ξορκισμένος οξαποδώ, απήντησεν η Μαλαμμώ. — Κανένας μουρλός θα είνε, είπεν ο Πολύζος. Ας ιδούμε. Μην είν' εκείνος ο Γιάννης της Λέκαινας; Έκρουσε πάλιν δυνατότερα την θύραν.

Και να του είχε παρουσιαστεί μπροστά του ολοζώντανος ο θάνατος, δε θα τονέ συγκινούσε δυνατότερα. Οι φίλοι του όμως εκεί όξω στο νησί το βρίσκανε παράξενο πώς μπορούσε ένα τόσο μικρό παιδί να μιλή για τέτοιο πράμα.