Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας, και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας. και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα 105 πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου, και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων. κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη 110 κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου· «Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις, μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα, ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις· κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· 115 ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες· αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους».
ΑΜΛΕΤΟΣ Σύρ', ερωτάς με γλώσσαν 'πού φαρμάκι στάζει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, τι' ναι τούτα; ΑΜΛΕΤΟΣ Ειπέ μου συ τι τρέχει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μ' ελησμόνησες; ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, μα το Τίμιο Ξύλο· η βασίλισσα είσαι, και η γυναίκ' ακόμη του ανδραδέλφου σου· αλλ' όμως — οπού να μην ήταν! — είσαι η μητέρα μου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Λοιπόν άλλους θα βάλω να ήναι ικανοί να σου ομιλούν.
Έτσ' είπε· και ο Πάτροκλος 'ς τον φίλον τ' υποτάχθη· Και την ευμορφομάγουλην εβγάζοντας Βρισίδα Απ' την σκηνήν, την έδωκε, διά να την πηγαίνουν. Κι' αυτοί οπίσω κίνησαν 'ς τ' Αχαϊκά καράβια· Και η γυναίκ' αθέλητα επήγαινε μαζί τους.
Ας ήλθεν εις το κάστρον μου το δάσος της Βιρνάμης, γυναίκ' ας μη σ' εγέννησεν εσέ που μ' αντικρύζεις, ως την εσχάτην μου πνοήν να πολεμήσω θέλω! Ιδού με, εις το στήθος μου προτείνω την ασπίδα. Εμπρός, Μακδώφ! Κτύπα εδώ! Εμπρός! κι' ανάθεμά τον εκείνον απ' τους δύο μας που πρωτοκράξη: φθάνει! ΜΑΛΚΟΛΜ Ας έβλεπα τριγύρω μου κ' εκείνους που μας λείπουν. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Θα σκοτωθούν και μερικοί!
Και τώρα τρέχοντας μ’ αυτούς απάνω κάτω τους δρόμους σας σκορπάτε στο στρατό δειλία λιγόψυχη με τις φωνές σας και προκόβουν έτσ’ οι εχθροί μας μια χαράν απ’ αφορμής σας και μέσα εμείς χαλιόμαστε συναπατοί μας. Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκ’ ας μη φροντίζη για τα όξω· μεσ’ ας κάθεται, καν δίχως βλάβη.
Τα πρώτα χρόνια της εστείλανε κάμποσες προξενιές, μα δε θέλησε ν' ακούση και την έβγάλανε Δεκοχτούρα. Παράξενη γυναίκ' αφεντικό, μα και δύστυχη, επρόσθεσεν ο χωριανός κ' εσιώπησε. Τη στιγμή εκείνη, ευγήκε από το σπιτάκι της Δεκοχτούρας ένα παιδάκι ως δέκα χρονώ, παστρικοντυμένο μ' ένα σταμνάκι στον ώμο κ' έν' ανεσερτήρι στο χέρι. Απέρασε από κοντά μας, και το ρώτησε ο Βασίλης. — Πού πας, μικρέ;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν