United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Ούρσος ανυπομονών βεβαίως με όλας αυτάς τας βραδύτητας επλησίασεν εις την θύραν του κοιτώνος και σκύψας προέβαλε την κεφαλήν του εις το εσωτερικόν. — Χίλων Χιλωνίδη! είπεν. — Ειρήνη σοι! ειρήνη! ειρήνη! απήντησεν ο Χίλων, Ω άριστε των χριστιανών! Ναι! είμαι ο Χίλων, αλλά κάμνεις λάθος . . . Δεν σε γνωρίζω!

Και όμως από τόρα εγώ γνωρίζω, ότι είναι κάποιος αμαθής. Σωκράτης. Είναι ένας πολύ περίεργος άνθρωπος, Ιππία μου.

Συ όμως παραλείψας εμέ εκάλεσες άλλους, διότι δεν δύνασαι να διακρίνης το καλλίτερον και δεν έχεις καταληπτικήν φαντασίαν . Αλλά γνωρίζω εις ποίους οφείλω αυτήν την ύβριν• βεβαίως εις τους θαυμαστούς σου φιλοσόφους Ζηνόθεμιν και Λαβύρινθον, τους οποίους χωρίς να καυχηθώ δύναμαι δι' ενός συλλογισμού ν' αποστομόσω.

Ούτε τους πρώτους ούτε τους δευτέρους έχω την τιμήν να γνωρίζω προσωπικώς• καθ' όσον όμως ημπορώ να συμπεράνω από τας καταλήξεις των ονομάτων των ο μεν κ.

Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.

Διότι έως τόρα χίλιες φορές ανεφέραμεν το γνωρίζω και δεν γνωρίζω και την επιστήμην και την ανεπιστημοσύνην, ωσάν τάχα να ενοούμεν ο είς τον άλλον, αφού ακόμη δεν γνωρίζομεν τι είναι επιστήμη. Και αν αγαπάς μάλιστα, και αυτήν την στιγμήν εκάμαμεν χρήσιν του δεν γνωρίζω και του εννοώ, ενώ δεν έπρεπε, αφού δεν κατέχομεν την επιστήμην. Θεαίτητος.

Γνωρίζω μόνο πως δεν μπορεί να το νοιώση κανείς. Τι εννοούσε με τούτο, ανήκει στο άγνωστο, στο άγνωστο, που όλοι ρωτούνε γι' αυτό, κανείς όμως δεν παίρνει απόκριση. Μα πώς μπορούσα να το νοιώσω τότε αυτό; Η ζωή μου είταν ευτυχισμένη, οι μέρες μας φαιδρές, τα παιδιά μας μεγαλώναν και γεμίζανε το σπίτι μας με τη χαρά τους.

Και εκεί που επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη, μου λέγει, με γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται κάπου να σε είδα όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου απεκρίθη εκείνος, εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα την τιμήν να σε δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας ήμουν και είμαι σκλάβος έως την σήμερον.

Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560 «Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης•την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω. αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει, 'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565 ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα, μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω, βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος. της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία, να καρτερήτον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570 τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της, και ας με καθίση αυτούτην στιά• παληά ρούχα φοράω, καθώς το ηξεύρεις, τιεσέ πρώτον ικέτης ήλθα».

Τούτο μάλιστα είναι πολύ περισσότερον αδύνατον από εκείνας τας δύο μονομερείς περιπτώσεις, και αν ακόμη εις εκείνας ήτο δυνατόν. Επίσης εκείνο το οποίον γνωρίζω και το βλέπω, και κρατώ το ενθύμιον ακριβώς, είναι αδύνατον να το νομίσω ως άλλο πράγμα το οποίον γνωρίζω. Και πάλιν ό,τι γνωρίζω και βλέπω και το κατέχω αναλόγως, αδύνατον να το νομίσω ως άλλο το οποίον βλέπω.