United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας είνε, σα δε θες να πάω να τη δω μια βολά, θα πάω πολλές, της είπα, κιάμε να το πης και του Δεσπότη και του Μουντίρη και του Θεού μαγάρι. Από σήμερα θα πηαίνω κάθα μέρα. Κιας με πιάση και το χτικιό, για να μην έχης τότε αφορμή να μεμποδίζης. Αφού είδεν ότι οι φοβερισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα, άλλαξε γλώσσα: — Κάνε ό,τι θες.

Το δικό σου θα το βρης στη μάντρα. Τώχω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες. Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κυτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη μάνα μου. — Γιάειντα να σε γελάσουμε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες, μη 'ρθής. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου. — Εγώ να το βαστώ;

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Είχεν ολόγυρά του πότε δεκαπέντε και πότε είκοσι χιλιάδες παλληκαράκια αρβανιτόπουλα, κ' ενίκαε πάντα κ' ςσκόρπαε κάθε βολά στρατέμματ' ακέρια από εκατό και διακόσες χιλιάδες οχτρούς. Είχε καταντήσει το σκιάχτρο κ' η φοβέρα των Σουλτάνων. Είχε βρη απόγωνο κι ίσκιο αποκάτου από την πάλλα του η χριστιανοσύνη.

Δάκρυσ' αλήθεια διαβάζοντες τότες του φίλου μου την γραφή και γέρνοντας κι' εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια: — Δόσε, Θεέ, δύναμη της εκκλησιάς μας να βγαίνη απ' ολούθε νικήτρα· όμως δόσε και κάθε τόσο τέτοιες στο τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα και για να ξεσκουριάζη η πατσαβουριασμένη μας η καρδιά· μπέλκιμ και βγούνε καμμιά βολά για καλλίτερο.

Αλλ' ο Τερερές, άνθρωπος φρόνιμος, περιωρίσθη εις άμυναν, η δε υποχώρησις του Μανώλη έδωκεν εις τους κτίστας καιρόν να παρέμβωσι. — Καλά, είπε τότε ο Μανώλης, άλλη βολά θα σου δείξω 'γώ πώς με λένε. — Όντε θες, μωρέ, απήντησεν ο Τερερές. Έπειτα δε είπε με χλεύην, σείων την κεφαλήν: — Γιάε, μωρέ, άντρας και φοβερίζει κιόλα! Άδικο να σου λάχη, βούιδαρε!

Εσύ καλά ήσουν μια βολά με τ' άστρα ερωτεμένη, Με τα ρουμάνια, τα βουνά, τους κάμπους, τες βρυσούλες, Με τα λουλούδια, τα πουλιά, τα γρέκια, τα γαλάρια, Με την ξανθούλα ανατολή, με το ροδάτο δύσμα, Με τούτη την Πεντάμορφη οπού τη λένε Πλάση.