Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Βλέποντας όμως ο Ζήνωνας κατόπι, στα 478, πως όσο πήγαινε δυνάμωνε ο Θεοδορίχος, κι όσο πήγαινε αδυνάτιζε ο φίλος του ο Θοδορίχος, αποφασίζει και του στέλνει πρεσβεία και του ζητάει τη φιλία του, με συφωνία ν' αφήση το γιο του όμηρο στην Πρωτεύουσα και να μένη ο ίδιος στη Θράκη, όχι όμως πια για πολεμικούς σκοπούς και γι αρπαγές, παρά να κάθεται και να χαίρεται τα όσα είχε από τα πριν αρπαγμένα.
Όλως διόλου, είπεν ο Κέβης. Αλλά νομίζω βέβαια, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ότι θα αφήση το σώμα τυλιγμένη με εκείνο το οποίον έχει μορφήν σώματος, το οποίον και η συναναστροφή και η συνεύρεσις με το σώμα, επειδή πάντοτε ευρίσκετο μαζί με αυτό και το επεριποιείτο πολύ, κατέστησαν εις αυτήν ωσάν φυσικόν. Βέβαια, είπεν ο Κέβης.
Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανώλης, τελευταίος ελθών, ήτο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους αφήση ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανώλης εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να απέλθη. Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβη πέρας, και όπως ευπροσώπως εξέλθη εκ της δυσχερούς θέσεως·
Οπόταν ο πατέρας μου το στέρξη διά να με αφήση, του είπεν η Βασιλοπούλα, εγώ είμαι έτοιμη να υπακούσω εις την θέλησιν του Καισάγια, μ' όλον πού τέτοιο ταξείδι είνε εναντίον της ορέξεώς μου.
— Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ' εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ' από τα μισόδρομα και ν' αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα.
Διότι εκείνα μεν καθιστούν τας ψυχάς χαύνους και θρασείας, αυτά δε ταπεινάς και δουλοπρεπείς ομοίως δε και η απόκτησις χρημάτων και κτημάτων και η εκτίμησις αυτών έχει την ιδίαν αναλογίαν. Λοιπόν ας μην είναι κανείς πολύ φιλοχρήματος όσον διά τα τέκνα του, διά να τα αφήση όσον τα δυνατόν πλουσιώτερα. Διότι τούτο ούτε εις εκείνα ούτε εις την πόλιν είναι το καλλίτερον.
Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ' ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ' τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο.
Ο Ιησούς τότε εδίδαξε αυτούς και πάλιν ότι ο Θεός μένει μετ' εκείνων οίτινες Τον αγαπώσι, και ότι η απόδειξις της αγάπης είνε η υπακοή· Έδωκεν αυτοίς την μακαρίαν υπόσχεσιν ότι, «Εάν αιτήσητέ τι εν τω ονόματί Μου, τούτο ποιήσω». Διά πάσαν άλλην διδασκαλίαν τους παρέπεμψε προς τον Παράκλητον τον οποίον έμελλε να πέμψη. Δεν ήθελε τους αφήση ορφανούς.
Εγώ έλεγα πως είμαι πεθαμένη και πάλι στον κόσμο βρίσκομαι». Λες και είχε παρακαλέσει την Παναγιά να την αφήση κορακοζώητη στον κόσμο. Και κορακοζώητη έμεινε. Ογδόντα χρόνων έφτασε, ποτίζοντας το χώμα με τα δάκρυά της, γεμίζοντας τον αέρα με τους αναστεναγμούς της, ως που στερέψανε κ' οι βρύσες των ματιών της κι' ως που δεν της έμεινε ούτε πνοή ν' αναστενάξη.
Κ' οι δύο δοκιμές του ήταν τέλειες αποτυχίες και στα 1844 εντελώς απογοητευμένος από την κοινωνία της Τασμανίας έκανε υπόμνημα στο Διοικητή του τόπου Sir John Eardley Wilmot, παρακαλώντας τον να τον αφήση ελεύθερο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν