United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μπήλιω, φορούσα στενόν εκ ριγωτού αλατζά φουστάνι, τραγίνην γκιούρντα, φακιόλι εκ κίτρινου ανοικτού χρώματος εις την κεφαλήν, κάλτσες κεντιστές εκ κοκκίνου και μαύρου μαλλιού και χονδρά πλατέα πασουμάκια εις τους πόδας, εξήλθε του μανδρίου ευθύς, κρατούσα εν τη δεξιά υψηλήν, δύο και ήμισυ μέτρων, αγκλίτσαν. — Καλώς τα κάνετε· είπεν ο Δημήτρης, συνηθισμένος εις την βλαχικήν προφοράν.

Αι οικίαι αι κείμεναι όπισθεν του ανοικτού γηπέδου εφλέγοντο ήδη ως σωροί ξύλων, αλλ' η μικρά περιοχή του Λίνου ήτο ακόμη άθικτος. Ο Βινίκιος ύψωσε προς τον ουρανόν βλέμμα ευγνωμοσύνης και ώρμησε προς την θύραν, αν και ο αήρ ήρχισε να τον καίη. Ήτο μισοανοιγμένη· την ώθησε και ώρμησεν εντός. Εις τον μικρόν κήπον ουδεμία ψυχή ζώσα, και η οικία εφαίνετο εντελώς έρημος. — Λίγεια, Λίγεια. Άκρα σιγή!

Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.

Ένα παραπέτασμα τραβήχτηκε απ' εμπρός από την ψυχή μου και το θέατρο της άπειρης ζωής μεταμορφώνεται εμπρός μου σε μιαν άβυσσο του τάφου του αιωνίως ανοικτού.

Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου, την προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι, και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είνε μέγα και η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος.

Πολλοί διήλθον και παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο κενός του στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας, ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν. Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας.

Από καιρού εις καιρόν έκυπτεν επί του ανοικτού φορείου διά να παρατηρήση, εις την λάμψιν της σελήνης, το προσφιλές εκείνο πρόσωπον, ως βυθισμένον εις νάρκην, και επανελάμβανεν: «Είναι αύτη! Ο Χριστός την έσωσεΕπροχώρουν με βήμα ταχύ εν μέσω των νεωστί εκτισμένων οικιών, των οποίων η λευκότης έλαμπεν υπό το σεληνιακόν φως. Η πόλις ήτο έρημος.

Αλλ’ ο καλός Φλώρος δεν ηδύνατο εις τοιαύτα λάφυρα να αρκεσθή· το αίμα αυτού έβραζεν ήδη εκ της συγκινήσεως και περιεργείας, οι δε πόδες εδίωκον την νυκτερινήν οπτασίαν, ήτις έφευγεν ωκύπους. Δις και τρις περιέδραμαν ούτω τον θάλαμον, μέχρις ου περιπλεχθέν το φάσμα εις τας πτυχάς του σχισθέντος χιτώνος ή σαβάνου του κατέπεσεν επί του τάπητος υποκάτω ανοικτού παραθύρου.

Περισώζεται εισέτι η οικοδομή, αλλά γυμνή και ετοιμόρροπος. Αι εικόνες, τα κοσμήματα, τα άμφια και τα ιερά σκεύη εσυλήθησαν ή κατεστράφησαν υπό των Τούρκων. Τότε όμως υψούτο χαριέντως ο ναΐσκος αναμέσον των δένδρων, τα πάντα δ' εντός αυτού ήσαν κόσμια και ευπρεπή. Η είσοδός του απετελείτο υπό νάρθηκος μικρού, ανοικτού έμπροσθεν.

Το ίδιο στη στεφάνη του ανοικτού κυπέλλου εσκίτσαρε το λάφι στη βοσκή του ή το λεοντάρι στην ησυχία του, όπως η φαντασία του θα το ήθελε.