United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.

Και την επώλησα και μου έδωκαν αυτά τα χρήματα. — Καλά σου την επλήρωσαν, είπεν ο μεγάλος Κλώσος, και υπήγεν οπίσω, επήρε τον πέλεκύν του και εσκότωσεν αμέσως την νόναν του, την έβαλεν εις μίαν άμαξαν και υπήγεν εις την πόλιν, και ηύρεν ένα φαρμακοπώλην, και τον ηρώτησεν αν θέλη ν' αγοράση μίαν γραίαν αποθαμένην. — Πού την ηύρες; ηρώτησεν ο φαρμακοπώλης. — Είναι η νόνα μου.

Τότε οι νέοι βλέποντες ότι παρήρχετο η ώρα, εδέθησαν εις τον ζυγόν και έσυρον την άμαξαν εντός της οποίας εκάθητο η μήτηρ των· διήνυσαν ούτω τεσσαράκοντα και πέντε στάδια και έφθασαν εις το ιερόν. Αφού εξετελέσθη η πράξις αύτη υπό τα όμματα όλης τις πανηγύρεως, έσχον θάνατον άριστον.

Το ίδιον λοιπόν και διά την άμαξαν, ναι μεν έχομεν ημείς ορθήν κρίσιν, εκείνος όμως όστις ημπορεί να εξακριβώση την ουσίαν αυτής διά μέσου των εκατόν εκείνων μερών, όταν το προσθέση και τούτο, προσθέτει και τον λόγον εις την αληθινήν κρίσιν, και από απλήν κρίσιν τον κάμνει ορισμόν τεχνικόν και επιστημονικόν περί της ουσίας της αμάξης, λεπτολογών το σύνολον με τα στοιχεία. Θεαίτητος.

Μόλις ετοποθετήθημεν εις την άμαξαν, και αι νεανίδες εχαιρέτησαν, έκαμαν αμοιβαίως τας παρατηρήσεις των διά την ενδυμασίαν, και μάλιστα διά τα καπέλλα των, και επερίπαιξαν αρκετά την συντροφιάν που επερίμεναν, ότε η Καρολίνα διέταξε τον αμαξηλάτην να σταματήση και είπε στ' αδέλφια της να κατεβούν, αυτά εζήτησαν μίαν φοράν ακόμη να της φιλήσουν το χέρι· το μεγαλύτερο έκαμε μάλιστα τούτο με όλην την αβρότητα που μπορεί να έχη δεκαπέντε χρονών παιδί, το δε άλλο με πολλήν ορμήν και αδεξιότητα.

Ο μυλωθρός διηγήθη περί της μακράς οδού, που είχον έως εδώ ταξειδεύσει, και περί των πολλών μεγάλων πόλεων, τας οποίας είχον ίδει· είχον κάμει, κατά την ιδέαν του, μεγάλο ταξείδιον, και είχαν ταξειδεύσει με το ατμόπλοιον, με την ατμάμαξαν ως και με την ταχυδρομικήν άμαξαν.

Διά να τους θανατώσωσι δε πληρούσιν άμαξαν με φρύγανα, ζευγνύουσιν εις αυτήν ίππους, αναγκάζουσι τους καταδικασθέντας να αναβώσιν εις το μέσον των φρυγάνων με τας χείρας δεδεμένας όπισθεν, τους πόδας περικεκλεισμένους εις πέδας και το στόμα πεφραγμένον· τιθεμένου δε πυρός εις τα φρύγανα, οι βόες εξαγριούνται και παρασύρουσι την άμαξαν.

«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον.

Εν συντόμω, κατέβηκα από την άμαξαν σαν ονειρευόμενος, όταν εσταματήσαμεν εμπροστά στο σπίτι της διασκεδάσεως, και τόσον ήμουν βυθισμένος εις όνειρα μέσα εις τον σκοτεινά διαγραφόμενον κόσμον, ώστε μόλις επρόσεχα εις την μουσικήν η οποία εκ της φωταγωγημένης αιθούσης αντήχει κάτω προς ημάς.