United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δε επί του λόφου, υπηρέτης του θαύματος, ακούων τους κενούς κανονοβολισμούς και βλέπων τα Τουρκικά πλοία, ενθυμούμην τας περιπετείας της εκ Χίου φυγής κ' επερίμενα μ' εσφιγμένην καρδίαν το αποβησόμενον. Ευτυχώς δεν ετέθη εις μεγαλειτέραν δοκιμασίαν των Τηνίων η σταθερότης.

Διά της γενναίας δε ταύτης απαντήσεώς του, ανταποδόσας έπαινον αντί ύβρεως, και την αγάπην και το σέβας του στρατιώτου προσείλκυσε, και τας κακολογίας αυτού διά παντός κατέπαυσεν. Ημέραν τινά εις την αγοράν των Αθηνών, ενώ ο Περικλής κατεγίνετο εις τα έργα του, άνθρωπος κακοήθης ήρχισε να εξυβρίζη αυτόν· αλλ' ο Περικλής, αταράχως και σιωπηλώς ακούων τας ύβρεις, εξηκολούθησεν εργαζόμενος.

Άλλος ηγεμών ταράσσεται επειδή βλέπει τον Δίωνα να κρυφομιλή με μερικούς από τους Συρακουσίους και άλλος δεν υποφέρει ακούων να επαινήται ο Παρμενίων και ο Πτολεμαίος διά τον Περδίκκαν και ο Σέλευκος διά τον Πτολεμαίον.

Ούτως η Λαίδη Μάκβεθ, ουχί ο σύζυγος αυτής σχεδιάζει τα της δολοφονίας του Δώγκαν, ούτος δ' εξίσταται και θαυμάζει ακούων το τέχνασμα, δι' ου η Λαίδη προτίθεται να επιρρίψη επί των κοιμωμένων δούλων την ευθύνην του εγκλήματος, εξασφαλίζουσα την επιτυχίαν αυτού.

Αλλ' έχων ακράτητον προς την καλλιέργειαν της γης επιθυμίαν, δεν ηδυνήθη να κρατήση εαυτού, όταν επωλούντο τα μοναστηριακά. Και ακούων την πρόσκλησιν του κήρυκος: «έχει άλλος», προσήλθε παρά την τράπεζαν της πωλήσεως, προσέθηκε εις την τελευταίαν προσφοράν ποσόν τι υπέρτερον και κατεκυρώθησαν επ' ονόματί του δύο μεγάλοι ελαιώνες του Αγίου Χαραλάμπους. — Τώρα να ιδής λάδια, κυρά Ζωίτσα! έλεγεν.

Επί τέλους, επί τέλους τον είδε μακρόθεν ερχόμενον! — Αι; Ναι ή όχι; ηρώτησεν άμα επλησίασαν προς αλλήλους. — Στάσου, αδελφέ, να πάρω την αναπνοήν μου! Εκ της εκφράσεως του φίλου του εφοβήθη ο Λιάκος ότι θα ηυχαριστείτο περισσότερον ακούων το Όχι, ή το Ναι. — Μη μετενόησεν; εσκέφθη καθ' εαυτόν πλήρης νέας ανησυχίας.

Τα κανδήλια σβυστά. Το φρονιμώτερον ήτο να κουκουλωθή ολοτελώς εις την σκληράν καπίτσαν, και να στριμώξη εγγύς του πατρός του ποιμένος, όστις έρρεγχε μονοτόνως ως εν χονδρή αρμονία προς της χύτρας το ανακάχλασμα. Ετούτο και έπραξεν. Αλλ' από τινος οπής προς το πρόσωπον έβλεπεν ατενώς εις τα εμπρός, ακούων ήδη πατήματα ανθρώπου, βιαίως ερχομένου, ως όταν τις παίρνη τον κατήφορον. Έτρεμεν.

Σωκράτης Μου φαίνεσαι συ, ω Κριτία, ότι χαίρεις τόσον ακούων εμέ, όσον ακούων τους ραψωδούς οίτινες ψάλλουσι τα ποιήματα του Ομήρου, διότι κανείς από τους λόγους τούτους δεν σου φαίνεται αληθής. Ας ίδωμεν πώς θα ελέγομεν τα τοιαύτα. Εις τους επιτηδείους να οικοδομώσιν ανθρώπους λέγεις να υπάρχουν χρήσιμά τινα προς κατασκευήν οικίας; Κριτίας Νομίζω.

Και ηξεύρεις, αυθέντα, πώς επληρώθην εις αντάλλαγμα; Μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης μου έδωσε μίαν μαχαιριάν και επώλησε την σύζυγόν μου, την Βερενίκην μου, την τόσον νέαν και ωραίαν, εις ένα έμπορον δούλων. Εάν ο Σοφοκλής εμάνθανε την ιστορίαν μου . . . Αλλά τι λέγω; Ο ακούων με είναι μεγαλείτερος του Σοφοκλέους. — Δυστυχισμένε άνθρωπε! είπεν η Ποππέα.

Αλλά τόρα ίσως παρουσιασθή κανείς ορμητικός και νέος άνθρωπος, φορτωμένος από σπέρμα, και ακούων περί του θεσπιζομένου νόμου, μας κακολογήση ότι θεσπίζομεν ανοήτους και απραγματοποιήτους νόμους, και αρχίζει να φωνάζη.