Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αρσινόη εγείρεται ορμητική και η όψις της εκφράζει απόφασιν αιφνιδίως ληφθείσαν. — Νίνα λέγει προς την τροφόν αν μ' αγαπάς, αν ποτέ με ηγάπησες, τρέξε, πέταξε, φέρε τον Άγγελόν μου εις την στιγμήν. Το θέλω, ακούεις; Εις τα λάμποντα βλέμματα, εις τας εξημμένας παρειάς της κυρίας της η καλή τροφός ανέγνωσεν ολόκληρον δράμα . . . Έφυγε δρομαία.

Σήμερον τέλος εξυπνήσαμεν, και αι Αθήναι είχον την όψιν πλακούντος αφρώδους, εκ των ωραίων εκείνων, τους οποίους, ενθυμείσαι, τόσον λαιμάργως άλλοτε κατεπίναμεν εις Αϊδελβέργην. Μιας σπιθαμής, — ακούεις; — μιας σπιθαμής είχε πάχος η χιών· και καθ' ην ώραν σου γράφω, εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένη,

Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; — Έλα μέσα· 'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη· τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος; Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν! Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. — Μη χάνεσαι εις σκέψεις! ΜΑΚΒΕΘ Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω την ύπαρξίν μου! Κτύπα συ!

Καίσαρ, ακούεις! είπεν η Ποππέα. — Αυτό είναι δυνατόν, ανέκραξεν ο Νέρων. — Θα συνεχώρουν τας ιδίας μου ύβρεις, εξηκολούθησεν ο Χίλων, αλλ' ακούσας τούτο ηθέλησα να την μαχαιρώσω. Δυστυχώς ημποδίσθην υπό του ευγενούς Βινικίου, ο οποίος την ερωτεύεται. — Ο Βινίκιος; Αλλ' εκείνη τον αφήκε και έφυγε, παρά να . . . — Έφυγε, αλλ' εκείνος ήρχισε να την αναζητή, μη δυνάμενος να ζήση άνευ αυτής.

Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ' εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ' από τα μισόδρομα και ν' αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα.

Και έπειτα ακούεις πολλούς να λέγουν ότι έχομεν έλλειψιν μουσικής. Αλλά τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι δι' όνομα Θεού Να τρελλαθούμε από μουσικήν; Το Παλαιόν Φάληρον δεν έχει μουσικήν, ούτε πλατείαν, ούτε εξέδραν, ούτε πολιτισμόν. Η παραλία εκείνη είνε όπως την έκαμεν η φύσις.

Σύρε το λοιπόν εις τον θάνατον, του απεκρίθη ο Οφφικιάλλος με θυμόν, επειδή και δεν ακούεις το συμφέρον σου· και ούτω τον άφησε και εμπήκεν εις το παλάτι. Και εκεί που έμβαινεν άκουεν άλλους να λέγουν, πόσον ωραίον είνε τούτο το βασιλόπουλον, και αμαρτία είνε να αποθάνη έτσι αδίκως. Τέλος πάντων ο Καλάφ έφθασεν εκεί που ο Βασιλεύς έστεκε και έδιδε ακρόασιν του λαού.

Και ενώ, καθώς σου είπα, κακόν εις κανένα δεν έκαμε, πάλιν δεν του θέλουν καλόν. Πού να έκαμνε και κακόν! Αλλά τον κατατρέχουν μόνον, διότι ο τρόπος της ζωής του δεν ομοιάζει με των άλλων ανθρώπων. Όπου να πας, δεξιά, αριστερά, παντού ο &Μάγος& ακούεις, &Ο Μάγος.& Ο μικρός λαός τον έχει γραμμένον εις μαύρο χαρτί. Καλόν κανείς δεν του λέγει.

Και δεικνύει εις δένδρον υψηλόν Αηδόνα, ψάλλουσαν γλυκύτατον άσμα, το οποίον περισυλλέγει η ηχώ μετά στοργής, και κατακηλοί την ακοήν του διαβάτου. — Ακούεις την αηδόνα ταύτην, πόσον ωραία ψάλλει; Διάκοψε το άσμα της, και ηρώτησε διατί ψάλλει τοιουτοτρόπως. Έρχομαι κάτωθεν του δένδρου του ερημικού, και ερωτώ την Αηδόνα: — Με συγχωρείς, ω αδελφή, εάν διακόπτω την διασκέδασίν σου.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης• 830 «Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις, και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον, αν είναι ακόμητην ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη, ή απέθανε, κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη». Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• 835 «Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη, ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».