United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο προδήλως μελαγχολικός, ουδέ κατώρθουν να φαιδρύνωσι την μορφήν του αι ολίγαι δεκάραι, ας είχε συλλέξει παρά των γνωρίμων του οίκου, ως κόμιστρα των γλυκυσμάτων του, και τας οποίας μηχανικώς ηρίθμει διά των μικρών του χειρών εντός των θυλακίων της περισκελίδος του. Αν τις τον ηρώτα την στιγμήν εκείνην το αίτιον της δυσθυμίας του, ουδ' αυτός ο ίδιος θα ήξευρε τι ακριβώς να αποκριθή.

Και ωσάν της εφανέρωσα αυτό, ευθύς εις τον ίδιον καιρόν της εδιηγήθηκα, μα χωρίς να κρύψω το παραμικρόν, όλην μου την ιστορία. Τελειώνοντας δε την διήγησίν μου, Βασιλέα μου, είπεν αύτη, ήξευρε ότι αν κατά τύχην και δεν ήθελες είσαι υιός Βασιλέως, δεν ήθελα σε αγαπήσει ολιγώτερον απ' ό,τι σε αγάπησα.

Πολύ τον εσυγκινούσαν τα λόγια αυτά τον καλόγερο, γιατί, αν και αισθανότανε πως η ανάγκη, η μεγάλη αυτή δύναμις, υποχρεώνει τον άνθρωπο να κάμνη καμμιά φορά και ό,τι δεν θέλει, ήξευρε όμως πως ο ενάρετος και δυνατός αποφεύγει τα περισσότερα άτοπα, σαν θέλη με τα σωστά του.

Ωμολόγησε, ναι, διηγήθη με κάποιαν ευχαρίστηση και ευτυχία της αναμνήσεως, ότι το πάθος προς την κυρία του κάθε μέρα αύξανε μέσα του, ότι επί τέλους δεν ήξευρε τι να κάμη, πώς να εκφρασθή, πού να βάλη το κεφάλι του.

Η Εβραϊκή κοινότης ηρνήθη να δεχθή και να εκφορτώση τα πράγματα, τα οποία ήσαν προωρισμένα εις παραλαβήν αυτής. Απηγόρευσεν εις όλους τους εργάτης της, εκφορτωτάς, αχθοφόρους, αμαξαγωγούς, Εβραίους ή όχι, να συντελέσωσιν εις την εκφόρτωσιν. Ο καπετάν Ηρακλής δεν ήξευρε τίποτε δι' ό,τι είχε συμβή από πέρυσιν έως εφέτος.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.

Η Ρηγινιώ εισήλθε νήθουσα, εννοήσασα δε ότι έφθανεν εις πολύ ακατάλληλον στιγμήν, περιήλθε και αυτή εις αμηχανίαν, εκοκκίνισε μάλιστα και δεν ήξευρε τι να είπη.

Βασιλέα, αυτή μου λέγει, τι δηλούν ετούτα που μιλείς; Εγώ τότε της εδιηγήθηκα τα όσα μου εσυνέβηκαν από αιτίαν του μιαρού Δερβύση, και επαρατήρησα, εκεί που της τα εδιηγούμην, εγέμισε το πρόσωπόν της από εντροπήν διά την απάτην που έλαβε, και μου έκαμεν άδικον, που δεν το ήξευρε. Και από την θλίψιν της ήτον όλη έξω από τον εαυτόν της, χωρίς να έχη παρηγοριάν.

Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός και το έχει του. — Τήρα καλά, κακομοίρη· την καπετάνισα και τα μάτια σου! μου είπε όταν την έφερε στη γολέτα. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την αγαπώ!... Τρέμω να την αφήσω μονάχη και να φύγω. Ε, καλά! και ποιος δεν το ήξευρε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο καπετάν Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτή. Το αποφάσισε όχι· ψέμματα είπα. Η τύχη το έφερε.

Αφέντη, εγώ σου ομολογώ την αλήθειαν πώς τον ηύρα· μα ήξευρε πως να με κάμουν χίλια κομμάτια δεν θέλω τον φανερώσει· μα σου τάσσω πως να σου δίνω κάθε ημέραν από χίλια φλωριά και να με αφήσης ήσυχον εις το εξής. Ο Σμπουλφάτ ευχαριστήθη διά το τάξιμόν μου· και έστειλε με εμένα ένα του πιστόν δούλον, και του εμέτρησα τριάκοντα χιλιάδες φλωριά διά τον πρώτον μήνα.