Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


&Τέλος της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και των δύο συντρόφων του.& Ο περιηγητής Αμπουλβάρης τελειώνοντας την ιστορίαν του, ο Βεδρεδίν, και οι σύντροφοι του είπαν, πως δεν ήκουσαν ποτέ εις την ζωήν τους πράγματα τόσον εξαίρετα.

Είμαι τόσον λεπτή, ώστε μήτε η μητέρα μου δεν ημπορεί να με διακρίνη! Μίαν ημέραν δύο παιδιά του δρόμου ήλθαν και εσκάλιζαν εις το αυλάκι, όπου εύρισκαν πότε καρφία, πότε κανέν χάλκινον νόμισμα. — Ωχ! εφώναξε το έν παιδί, διότι η σακκορράφα του εκέντησε το δάκτυλον. Να μία σπασμένη βελόνη. — Με συμπάθειον, είπεν η σακκορράφα. Είμαι καρφίτσα! Αλλά δεν την ήκουσαν τα παιδιά.

Αναρίθμητοι συμβουλαί εδόθησαν προς τους ανθρώπους και αναρίθμητα συμπεράσματα εκ της λογικής και της πείρας απορρέουσι καθ’ εκάστην, τα οποία, όχι μόνον εις όσους τα ήκουσαν, αλλά και εις όσους τα συνήγαγον, κατ' ουδέν εχρησίμευσαν.

Ήρχισε λοιπόν να επαινή το ύφασμα, το οποίον δεν έβλεπε, και να θαυμάζη τα λαμπρά χρώματα και το ωραίον του σχέδιον. — Είναι περίφημον πράγμα! είπεν εις τον βασιλέα. Όλοι οι πολίται ήκουσαν και ωμιλούσαν διά το μεγαλοπρεπέστατον ύφασμα. Και ο βασιλεύς ηθέλησε να το ιδή, ενώ ακόμη το ύφαιναν.

Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις το βάθος της κοιλάδος, κ' επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Τον ανεκίνησαν.

Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον. Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν κατερχομένην από του ύψους του ιστού: — Συγχωρώ . . . Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του.

Τειχίσαντες δε οι Αθηναίοι εις έξ ημέρας τα προς την ήπειρον μέρη και όσα άλλα είχαν απόλυτον ανάγκην, αφήκαν προς φύλαξιν της θέσεως τον Δημοσθένην μετά πέντε πλοίων, και με τα επίλοιπα πλοία έσπευσαν να πλεύσουν προς την Κέρκυραν και την Σικελίαν. Οι δε ευρισκόμενοι εις την Αττικήν Πελοποννήσιοι, άμα ήκουσαν ότι κατελήφθη η Πύλος, επέστρεψαν ταχέως εις τα ίδια.

Επισκέπτονται την Σιγιόν, βλέπουν έξω εις την λίμνην το νησάκι με τας τρεις ακακίας, διαβάζουν περί του ζεύγους των μελλονύμφων, που μια βραδυά το έτος 1856 έπλευσε εκεί, περί του θανάτου του γαμβρού και: &«μόλις την ακόλουθον πρωίαν ήκουσαν από την ακτήν τας θρηνώδεις απέλπιδας κραυγάς της νύμφης».&

Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν. Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τι να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκύτταξαν επάνω κ' έτρεξαν. Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν. — Εν ονόματι του Νόμου! ανοίξατε!

Και εκ νέου εκραύγασαν πάλιν: — Μπάρμπα-Σταύρο! Και πάλιν εις το τέλος ήκουσαν ως ηχώ στυγεράν της φωνής των : — Ωχ! Πάραυτα τότε σιωπηλοί και υποτρέμοντες ως ενώπιον τραγικού συμβάντος, ότε δεν γνωρίζει τις αν θα συναντήση ζωήν ή θάνατον, ήρχισαν με τα πτύα και οι έξ να ξεχιονίζωσι το μέρος εκείνο μέχρι του εδάφους.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν