Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Σεπτεμβρίου 2025
ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα· το παιδί της, ο Κάλιμπαν. ΠΡΟΣΠ. Το είπα κ' εγώ, ανόητο πράμμα· εκείνος ο Κάλιμπαν, τον οποίον εγώ έχω δούλο τώρα· κανείς δεν ηξέρει καλύτερά σου σε ποίο μαρτύριο σ' ηύρα· ο βογγητός σου έκανε τους λύκους να μουγκρίζουν, και τον αγροίκα κατάκαρδα η πάντα θυμωμένη αρκούδα· ήταν μαρτύριο για τους κολασμένους, ούτε αυτή η Συκοράς δεν είχε δύναμη να το λύση· η τέχνη μου εστάθη, όταν έφθασα εδώ και σ' άκουσα, που έκαμε την κουκουναριά κι' άνοιξε, και σ' απόλυσε.
Κατήλθον εις σύνδενδρον στενωπόν, εστράφην αριστερά, και έφθασα εις τον έρημον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.
Εδέχθην μίαν ισχυράν σκουντιάν, ήτις με εξεσφενδόνισε κάτωθεν ενός καναπέ, όπου έμεινα άναυδος. Αφού παρέμεινα επί εν τέταρτον της ώρας ακούων με τα δυο μου αυτιά ό,τι συνέβαινεν εις την αίθουσαν, έφθασα επί τέλους εις μίαν ικανοποιητικήν λύσιν της τραγωδίας αυτής. Καθ' όσον ενόησα, ο κ.
Και πότε ήλθες; — Τώρα δα, μητέρα, μόλις έφθασα. — Και πούν' αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος; Πώς δεν ήρθε να με το μηνύση: — Δεν ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή, άλλο από το παιδί, που μου άνοιξε την θύρα. — Αμ' ποιος ηξεύρει πού θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να καθήση.
Όταν δε μετ' ολίγην ώραν συνήλθα διηγήθηκα τα πάντα εξ αρχής, πώς επεθύμησα να μάθω τι συμβαίνει εις τον ουρανόν, πώς απετάθην προς τους φιλοσόφους και εις ποίαν ασυμφωνίαν τους ευρήκα, πώς απέκαμα ελκόμενος αντιθέτως, και κατόπιν την επινόησίν μου και τα πτερά και όλα τα άλλα μέχρις ου έφθασα εις τον ουρανόν• έπειτα δε ανέφερα και όσα μου παρήγγειλεν η Σελήνη.
Αλλ' όταν έφθασα εις του Ευκράτους είδα εις την είσοδον πολλούς άλλους και εκείνον τον άρρωστον που μ' εκάλεσαν ν' αντικαταστήσω. Τον έφερναν τέσσεροι δούλοι πάνω σε φορείο. Εφαίνετο δε ότι πραγματικώς δεν ήτο καλά, διότι και ανεστέναζε κ' εσιγόβηχε κι' αγωνιζότανε τα βγάλη από τα πλεμόνια του φλέγμα που δεν έβγαινε• ήτο δε και κατακίτρινος και πρισμένος και περίπου εξηντάρης.
Εγώ πρώτον εις τοιαύτην φωνήν εφοβήθην πολύ· Έπειτα λαμβάνοντας θάρρος, έλαβα την μίαν λαμπάδα· και έτρεξα προς το μέρος που ηκούετο η φωνή· και περνώντας από διάφορες θύρες, έφθασα εις ένα δωμάτιον, και εκεί εύρον έναν νέον γονατιστόν να προσεύχεται, αναγινώσκοντάς μεγαλοφώνως το βιβλίον του προφήτου, έμπροσθεν του οποίου ήσαν πολλές λαμπάδες αναμμένες και το βιβλίον επάνω εις ένα σκαμνί μαλαματένιον.
Την ερχομένην ημέραν βλέπω ένα άνθρωπο πεζόν που έσερνεν ένα άλογον φορτωμένον. Εγώ τον έφθασα, και αφού τον εχαιρέτησα, τον ερώτησα διά πού πηγαίνει. Πηγαίνω διά το Μπαγδάτ, μου απεκρίθη αυτός, και εις δύο ημέρες θέλω είμαι εκεί.
Ο πατέρας του που το αγαπούσε κατά πολλά ήτον έξω από τας φρένας του, φοβούμενος να μην του αποθάνη. Εγώ εκείνες τες ημέρες ευρισκόμουν μακράν από την αυλήν, και οπόταν έφθασα, ο πατέρας του ευθύς μου εφανέρωσε τον κίνδυνον της αρρώστιας του. Εγώ του έταξα ότι δεν θέλω λείψει να κάμω το κατά δύναμιν διά να μάθωμεν όλα τα περιστατικά.
Αυτή λοιπόν, ω κυρία, είνε η ιστορία μου, έως που έφθασα εδώ. Τότε η Ζωηδία του έδωσε την ελευθερίαν διά να υπάγη· αλλ' αυτός την παρεκάλεσε να μείνη διά να ακούση και τας ιστορίας των άλλων· και λαμβάνοντας την άδειαν εκάθησε πλησίον του πρώτου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν