Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Εγύρεψε πάλιν διά να του φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με τους όνυχάς του.
Εφανέρωσα της κυράς το κάλεσμα, που ο Ναμαράς μου έκαμεν, η οποία το έλαβεν εις τόσην χαράν που με έκαμε να μείνω βλέποντάς την να χαρή τόσον. Μη χάσης καιρόν, μόνον αύριον να υπάγης μου είπεν αυτή, και ενθυμήσου ότι ωσάν απογευθής να τον καλέσης και εσύ εδώ να γευματίση και άφησε εμένα την επιστασίαν, να κάμω την ετοιμασίαν.
Βλογάει το χώμα τρεις φοραίς... Έκαμε το σταυρό του Και χάνεται στην ερημιά... Εσβύστηκαν τα φώτα. Λαλούν η πέρδικαις γλυκά κι' ο ήλιος 'ς τη χαρά του» σ.89 Το χαριέστατον τούτο πτηνόν καθήμενον κατά τας πρώτας εωθινάς ώρας επί των αποτομωτέρων βράχων τέρπεται στρέφον προς τον ήλιον ως αν επιδεικνύμενον το ποικιλόχρουν και αβρόν στήθος.
— Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι είχε να κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός σου; — Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος. Περαιτέρω άλλος διάλογος. — Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός. — Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω!
Και είτα εγερθείς, εστάθη εν μέσω των καλεσμένων, εκθάμβων ορώντων, έκαμε τον σταυρόν του, και εκφράζων και την πίστιν συνάμα της Γερακούλας του, απήγγειλεν ιεροπρεπώς τα λόγια όπου είπε ποτε ο τοπάρχης της Εδέσσης Αύγαρος, όταν εθεραπεύθη από τον Χριστόν, καθώς τα ενθυμείτο από τα Συναξάρια. — Χριστέ ο Θεός, ο ελπίζων επί σε ποτέ δεν χάνει!
Τότε ήτο ελεύθερος να το κάμη ό,τι ήθελε το δισάκκιον εκείνο, όπως ποτέ το έκαμε και προσκέφαλον. Ήτο ελεύθερος να το ρίψη κάτω από των ασθενικών του ώμων όπως και το έρριψε, διότι ήτο άψυχον και άπνουν δισάκκιον.
— Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον.
Η ζωή της Σμάλτως αύτη έπαυσεν αίφνης διά μιας όταν υπανδρεύθη. Ο ιερεύς όστις εστάθη προ αυτής ίνα ευλογήση τους γάμους της, έμεινε πλέον καθηλωμένος εφ' όρου ζωής εκεί, ως τοίχος ακλόνητος και της απέκλεισε το παρελθόν. Η κληματόβεργα, καταλλήλως μετασχηματισθείσα εις στέφανον νυμφικόν, έκαμε κ' επί της νεαράς βλαχοπούλας το θαύμα της όπως καθ' ημέραν και εις τόσας άλλας.
Σωκράτης Η αμάθεια λοιπόν εκείνων που είναι φοβερά και εκείνων όπου δεν είναι φοβερά, τούτο δεν είναι η δειλία; — Έκαμε νεύμα ότι το παρεδέχθη. Σωκράτης Αλλ' όμως, είπον εγώ, η ανδρεία είναι το εναντίον της δειλίας; Πρωταγόρας Ναι, είπε. Σωκράτης Η γνώσις λοιπόν των φοβερών και των μη φοβερών πραγμάτων δεν είναι εναντία εις την αμάθειαν αυτών; — Και εις τούτο ακόμη έκαμε νεύμα ότι το παραδέχεται.
Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέει;» εφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέει;» επανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν