United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσέχετε, κρατείτε με σφικτά, έλεγεν εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν. Μη με αφήσατε να πέσω κατά γης, και έπειτα δεν θα ημπορείτε να με εύρητε. Είμαι τόσον λεπτή! Αυτά έλεγεν η σακκορράφα εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν περασμένην με ράμμα χονδρόν και χωρίς κόμπον εις την άκραν.

Ό,τι έγεινε έγεινε πλέον! αλλά είναι καλόν το κακόμοιρον και κολυμβά πολύ καλά, κολυμβά μάλιστα καλλίτερα από τ' άλλα μου. Νομίζω ότι όσον μεγαλώνει θα ευμορφαίνη, και ίσως με τον καιρόν μικραίνει. Έμεινε πολύν καιρόν εις το αυγόν, και διά τούτο δεν είναι καλοκαμωμένον. Και ενώ έλεγεν αυτά του ετζίμπησε τον λαιμόν και εδιώρθωσε τα πτερά του. Το κάτω κάτω, επρόσθεσεν, είναι αγόρι και δεν πειράζει.

Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: —Παπά, παπά!... —Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η πεθερά του... κ' η παπαδιά...

Όταν δε του είπα την καθαράν αλήθειαν, ότι είνε αδύνατον να σωθή η γυνή και ωμολόγησα ότι το νόσημα ήτο υπέρτερον των δυνάμεων μου, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και οργής και έλεγεν ότι εκουσίως εγκατέλειπα εις την τύχην της την γυναίκα, ότι ήθελα την καταστροφήν της και διά την αδυναμίαν της τέχνης κατηγόρει εμέ.

Επληγώθη δε και ο Ιστιαίος ο γραμματικός επιχειρήσας να τους χωρίση, ο δε Κλεόδημος υποθέσας ότι ήτο ο Δίφιλος του έδωκε λάκτισμα εις τα δόντια και έπεσεν ο δυστυχής «αιμ' εμέων», όπως θα έλεγεν ο Όμηρός του. Η αίθουσα του συμποσίου ήτο πλήρης από ταραχήν και θρήνον. Και αι μεν γυναίκες περιεστοίχισαν τον Χαιρέαν και εθρηνολόγουν, οι δε άλλοι κατεγίνοντο να παύσουν την συμπλοκήν.

Έτεινε την χείρα προς τον ιερέα. Είτα επήρε το τσιμπούκι του, και απήλθεν ορμητικός. Άκουσε τι σου λέει ο αφέντης σου, έλεγεν η γρηά Αρετή, η Δημητράκαινα, προς τον υιόν της, τον πρωτότοκον Αγάλλον. — Έδωκα τον λόγο μου στον παπά-Ζαχαρία, επανέλαβε πολλάκις ο κυρ Δημητράκης. — Κ' εγώ είχα ρίξει το μάτι μου στην κόρη της Γκλεξίτσας, στη Σκόπελο, επέμενεν άκαμπτος ο Αγάλλος.

Και ενώ μου έλεγεν αυτά ο νέος εν τω μεταξύ είχε πλέον απαντήση, ώστε δεν ευρήκα καιρόν να του συστήσω καν να προσέξη εις την απάντησίν του, αλλ' απεκρίθη, ότι βέβαια οι σοφοί είναι εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος τον ερώτησε πάλιν: — Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι, τους οποίους ονομάζεις διδασκάλους, ή όχι; Ο Κλεινίας απήντησε καταφατικώς.

Ετούτος ο τζοχαντάρης, η μία έλεγεν, είναι πολλά έξυπνος, και εγεννήθη διά περίεργα συμβάντα· άλλη αποκρίνονταν, ότι αν αυτή με ήθελε συναπαντήσει μοναχή της ήθελε με κάμει αγαπητικόν της, και οι άλλες έλεγαν διάφορα μετωρίσματα.

Ο τρομερός Ούρσος, το βαρβαρικόν πρόσωπον, εξέφραζε θλίψιν την στιγμήν εκείνην, εκράτει επιδέσμους, ενώ ο γέρων έλεγεν εις τον άνθρωπον, όστις έτριβε τον βραχίονα του Βινικίου: — Γλαύκε, είσαι βέβαιος ότι το τραύμα τούτο της κεφαλής δεν είναι θανάσιμον; — Ναι, άξιε Κρίσπε.

Ορθότατα έλεγεν ο σοφός Σόλων, ότι « εκείναι αι πόλεις ευδαιμονούν, εις τας οποίας οι μεν αγαθοί τιμώνται, οι δε κακοί τιμωρούνται. » Ενόσω οι Έλληνες ετίμων την αρετήν και την φιλοπατρίαν, απαθανατίζοντες δι' εικόνων και ανδριάντων τας Τελεσίλλας και τους άλλους ευεργέτας της πατρίδος, η Ελλάς ηυτύχει και εδοξάζετο· παρήκμασε δε και κατεστράφη ότε οι μεν μοχθηροί και διεφθαρμένοι, οι αμαθείς και οι άρπαγες Κλέωνες και Δημάδαι ετιμήθησαν, οι δε ενάρετοι Σωκράται και Φωκίωνες έπινον εν τω δεσμωτηρίω το κώνειον.