Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Ήθελε να τα ίδη ακόμη τα παιδία, να χαρή εις την θλιβεράν θέσιν των, να τα ίδη σιγά σιγά καλυπτόμενα υπό της χιόνος, ήτις να υψωθή εις πυραμίδα περιφανή, αιώνιον της ισχύος της μαρτύριον. Κ' έχαιρε τόρα και ανεκινείτο κ' εχοροπήδα ευτυχής διότι το κατώρθωσεν. Αίφνης όμως ερρίφθη προς τα οπίσω έντρομος, λυσσαλέα, στυλωμένους κρατούσα επί της πυράς μεγάλους, κατακόκκινους οφθαλμούς.

Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.

Και κύψασα, εφίλησεν αυτόν τρυφερώς, ως μήτηρ το μεμψίμοιρον τέκνον της. — Μα πού είν' ο Θεός; όπου πάμετου λύκου το στόμα πέφτουμε· πού πάμε, καθείς δεν ξέρει. — Πάντα εμπρός· επανέλαβεν αυτή θαρραλέως. Κ' εξηκολούθησαν ακόμη την πορείαν των, απειλούμενοι να καλυφθώσιν υπό της χιόνος, να συντριβώσιν υπό των χιονοστιβάδων ή ν' αποτελέσουν μέρος αυτών.

Αλλά μήπως αν έφευγον εις τα όρη, δεν θα εκινδύνευον ν' αποθάνουν κ' εκεί εκ των στερήσεων και των κακουχιών; Ο χειμών είχεν ήδη αρχίση με ασυνήθη δριμύτητα και ο Ψηλορίτης είχε καλυφθή προώρως υπό χιόνος. Ολίγον βραδύτερον τοιαύτη παγωνιά κατέλαβε τα πλανώμενα εις τα όρη θύματα της τουρκικής αγριότητος, ώστε πολυάριθμα παιδία, γυναίκες και γέροντες απέθανον.

Τωόντι όταν ηκούσθη ο κρότος εκείνος ο οξύς ον ο Κομποδήμος εξέλαβεν ως τουφεκιάν ο δε Μπάρμπα-Σταύρος ως κρότον πιπτούσης χιόνος, εάν εξήρχετο κανείς θα συνήντα τους δύο γάτους, οι οποίοι αφ' εσπέρας παραφυλάσσοντες ως φρουροί ακοίμητοι προ της θύρας του δωματίου, εν ώ είχεν εναποτεθή το χοιρίδιον, ευρόντες ανοικτήν την θύραν, αφεθείσαν ούτως υπό του Κομποδήμου, εισήλθον κρυφά-κρυφά και παρέλαβον το ξεροψημένον χοιρίδιον ως δύο καλοί λωποδύται, κρατούντες αυτό εύμορφα ο μεν από τους προσθίους πόδας ο δε από τους οπισθίους, και κατήλθον από της κλαβανής εις το κατώγειον, εν ώ όπισθέν των αντήχει οξέως το καταρριφθέν ταψίον.

Αλλ' ήτο και τριάκοντα ετών βρίκιον. Οι δε ναύται μόλις επρόφθασαν και περιέσωσαν τας κασσέλας των. Επήλθεν η νυξ κελαινή και ανάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν το στερέωμα και νιφάδες χιόνος πυκναί υπελεύκαζον εις τας στέγας και τας οδούς.

Και ανοίξας την θύραν πάραυτα είδεν υψηλόν εμπρός τοίχον εκ χιόνος, κοκκωτής αυτής, ουχί βαμβακοειδούς, ως αποκρυσταλλωθείσης εν τη στενή και ψυχρά αυλή. Κοντός ως ήτο ο Μπάρμπα-Σταύρος έκαμνε να ίδη προς τα έξω, αλλά πού να φθάση εκείνο της χιόνος το ύψος. Και ηκούετο μετά πόνου ο γρυλλισμός του χοιριδίου, το οποίον ανεστέναζε κάτω από τα ψυχρά εκείνα έγκατα της χιόνος.

Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους. Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος, επανήλθεν εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως αλευρωμένος γάτος. Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει. — Σου είπα, κατά τον καιρό! Εδικαιολογείτο ο μοναχός.

Η θειά-Αχτίτσα έτρεξεν εις τα «ορμάνια» ίνα προλάβη και εισκομίση καυσόξυλά τινα. Την επαύριον ο χειμών κατέσκηψεν αγριώτερος. Μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου. Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος.

Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ' ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ' η εστία ήτο σβεστή. Αλλ' η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει διά της καπνοδόχου.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν