United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να παρευρεθής . . . Και πρώτον εάν θέλης να επανέλθης εις την οικίαν του Αούλου, το συμπόσιον τούτο θα σου δώση την ευκαιρίαν να ζητήσης, από τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, αν ευαρεστούνται, να παρέμβωσι προς τούτο. Ελθέ, Λίγεια. Ακούεις τον θόρυβον, τούτον των φωνών εις το ανάκτορον; Ήδη ο ήλιος κατέρχεται εις τον ορίζοντα, οι προσκεκλημένοι θα έλθωσι μετ' ολίγον.

Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν της.

Αι γυναίκες και οι άνδρες της γειτονιάς εξήλθον ευθύς των οικιών των και μαθόντες την αιτίαν των φωνών, ήρχισαν όλοι ομού να ρίπτουν λίθους και ξύλα κατ' επάνω του. — Να χαθής, αφωρεσμένε, να χαθής! — Έχεις χέρι να βαρέσης κι' όλα! — Φεύγα από κοντά μας, φεύγα! — Όξω μη βουλιάξης το χωριό, θεοκατάρατε!

Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις εαυτήν, ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών, πάταγον ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων ασμάτων, οσμή δε οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε την ασυνήθη εις τοιούτου είδους αρώματα όσφρησίν μου.

Μετά τούτο μου εφάνη ότι ο ήχος των φωνών των ιερεξεταστών διελύετο εις τον αόριστον ψίθυρον του ονείρου. Ο ψίθυρος αυτός μου υπέβαλεν εις το πνεύμα μίαν ιδέαν περιστροφής, αναμφιβόλως λόγω του νόμου της ομοιότητος μεταξύ του ήχου τούτου και του ήχου του τροχού ενός μύλου. Αλλά τούτο δεν διήρκεσε παρά ολίγον χρόνον και εσβέσθη αιφνιδίως.

Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας.

Από του ευχαρίστου τούτου ονείρου αφυπνίζει αυτήν αίφνης ο υιός της, επιστρέφων από του καφενείου, όπου έπαιζε σφαιριστήριον, και φωνών από της θύρας· — Α, μητέρα! ξεύρεις ότι το πράγμα άρχισε να γίνεται αστείον; — Τι είνε, παιδί μου; — Όλοι οι φίλοι μου ήθελαν να τους κάμω γεύμα. Άλλοι ήθελαν δανεικά, άλλοι . . . Ο νέος Περδίκης αποσιωπά, ότι οι άλλοι εκείνοι εζήτουν την επιστροφήν δανεισθέντων.

Έξω ακούεται θόρυβος βημάτων και φωνών, διά δε του παραθύρου βλέπει αραιά φώτα να πηγαινοέρχωνται διασταυρούμενα καθ' όλας τας διευθύνσεις, ενώ άλλοι φανοί αχειροποίητοι, σελαγίζουσιν υπέρλαμπροι επί του στερεώματος. Πλησιάζει η ώρα της Αναστάσεως, εγγίζει η ώρα της γενικής χαρμονής και όλοι σπεύδουν προς την εκκλησίαν.

Οι ευγενείς εκακοποίουν τον Μαρτελάον, τέλος δε διέταξαν τους χωρικούς να δένωσι τα φορτηγά ζώα εν τη πλατεία της Αναλήψεως και παρά τη οικία αυτού, εν επί τούτω πασάλοις, όπως δια των ογκηθμών και των φωνών των χωρικών διαταραχθή η ησυχία ότε παρέδιδεν ή εμελέτα ή απ' άμβωνος εκήρυττε τον θείον λόγον.

Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων. Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων.