Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Και εις την σκοτιάν βαθείαν, Εις το απέραντον διάστημα, Τα φώτα σιγαλέα Κινώνται των αστέρων Λελυπημένα. Εχάθηκαν η πόλεις, Εχάθηκαν τα δάση, Κ' η θάλασσα κοιμάται Και τα βουνά· και ο θόρυβος Παύει των ζώντων. Εις τα φρικτά βασίλεια Ομοιάζει του θανάτου Η φύσις όλη· εκείθεν Ήχος ποτέ δεν έρχεται Ύμνων ή θρήνων.
Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου 465 'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο, εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν· και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν, στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, 470 ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις, εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν· και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο Απόλλων όλα ετέλεσεν, ω φίλοι μου, ο Απόλλων τα έργα τούτα τα φρικτά, τα πάθη τούτα μου, τα πάθη° κανένας δεν με τύφλωσε° ο ίδιος εγώ τον εαυτό μου τύφλωσα. Γιατί τι το ’θελα να βλέπω, αφού να βλέπω τίποτε τίποτε δεν μ’ ευχαριστούσε. ΧΟΡΟΣ Δεν έχεις άδικο, δυστυχισμένε!
Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250 κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του, ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη• και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια, και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη, πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255 «Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη, απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα, τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260 όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις, τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου, και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη• ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265 εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν• καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου, και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι• μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270 και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο, και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων, και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας 'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν, ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275 αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου, κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν• κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα• λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα• για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280 αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι• εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο• από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι, αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν, κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».
Εκτός δε τούτου οι κακοί ζητούν άλλους διά να περάσουν μαζί τας ώρας των, και αποφεύγουν τον εαυτόν των. Διότι ενθυμούνται πολλά και φρικτά, και προβλέπουν και άλλα πολλά παρόμοια, όταν είναι μόνοι των, ενώ, όταν ευρίσκωνται μαζί με άλλους, τα λησμονούν. Και επειδή δεν έχουν εις την ψυχήν των τίποτε το αξιαγάπητον, διά τούτο δεν έχουν κανέν φιλικόν αίσθημα με τον εαυτόν των.
Ο δε Ασκληπιός ενοχλούμενος υπό των ασθενούντων ευρίσκεται εις την ανάγκην να βλέπη φρικτά πράγματα και να εγγίζη αηδή και να λυπήται διά τας ξένας συμφοράς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν