United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Σωκράτης είπεν· Ευλόγως, βέβαια, ω Κρίτων, εκείνοι, τους οποίους συ λέγεις, κάμνουν αυτά· διότι νομίζουν ότι, να κάμουν αυτά, θα κερδίσουν και εγώ βέβαια ευλόγως δεν θα κάμω αυτά· διότι νομίζω ότι, αν πίω ολίγον υστερώτερα, τίποτε άλλο δεν θα κερδίσω παρ' ό,τι θα γείνω γελοίος εις τον εαυτόν μου επιθυμών την ζωήν και λυπούμενος έν πράγμα, το οποίον δεν είναι τίποτε.

Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην.

Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι' ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι. Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι' έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου.

Η Τζελίκα έκραξεν ευθύς, και της έφεραν διάφορα σερμπέτια και έπιαν όλες, ομοίως και εγώ· υστερώτερα ετοίμασαν μίαν τράπεζαν με διαφόρων λογιών φαγητά, και εφάγαμεν πολλά καλά και τελειώνοντας το φαγητόν, η περιδιάβασις εστάθη τόσον ζωντανή ωσάν να είχομεν πίη πολύ κρασί.

Βλέποντάς με εκεί ελεύθερον από τον κίνδυνον, εδόξασα τον Θεόν που με εφύλαξε, και έμεινα εκεί το επίλοιπον της νυκτός. Φθάνοντας η ημέρα ανέβηκα με πολύν κόπον εις την κορυφήν του βουνού, επειδή ήτον δύσβατον. Εσυναπάντησα εκεί πολλούς χωριάτες που έβγαζαν κρυστάλλι από κάποια μεταλλία και το έφερναν υστερώτερα και το επουλούσαν εις την Όρμαν.

Αυτός πεισμωμένος έχυσεν επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην την πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη εις ένα βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος.

Οκτώ ημέρες υστερώτερα έρχεται ένας ευνούχος, ονόματι Καμπούρ, και μου βάνει μίαν γραφήν εις το χέρι, και ευθύς μισεύει· ανοίγω την γραφήν και βλέπω ότι η Τζελίκα με τες σκλάβες της με εκαλούσαν, εκείνην την βραδειάν να ευρεθώ εις τον κήπο με τον ίδιον τρόπον που είχα ευρεθή την άλλην φοράν.