Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Σεπτεμβρίου 2025


Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον.

Μα αν τρέχοντας τυχόν μας προσπεράσει, με τ' όπλο εσύ από τους οχτρούς προς τα καράβια πάντα περιόριζέ τον, μην τυχόν στο κάστρο μας ξεφύγει

Αλλά το δαιμόνιον όπου είχε μέσα του του προανήγγειλε τον κίνδυνον όπου έτρεχε, και σηκωθείς διά νυκτός έφυγεν από την χώραν, τρέχοντας εις τα βουνά, και φέροντας μαζή και την δαιμονόπλαστον κόρην, όπου ήτον έως έξ χρόνων τότε.

Κ' η Χλόη, όταν είδε το τι έγινε, φτάνει τρέχοντας στο λάκκο· κι' άμα είδε πως ζη, φωνάζει βοήθεια κάποιο γελαδάρη από τα κοντινά χτήματα. Σαν ήλθε αυτός, εζήταε σχοινί μακρί για να το ρίξη του Δάφνη και να τον βγάλη από το λάκκο τραβώντας τον.

Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό.

Κι' ή θα προσπέρναε μάλιστα ή ζήτημα θε γίνει, αν δεν του φτόναε ο σκοπεφτής του Δία γιος τη νίκη π' άξαφνα τ' ώριο καμοτσί του τίναξε οχ τα χέρια. Δάκρια τού γιόμισαν θερμά τα μάτια του απ' το πείσμα, 385 π' όλο θωρούσε πιο γοργά να πιλαλούν τ' άλλα άτια, μα αβάρετα έτσι τρέχοντας καλντούσαν τα δικά του.

Από ταύτα τα λόγια η μάγισσα πληρωθείσα από χαράν και καλάς ελπίδας, διά να ιδή τον αγαπητικόν της ολοκλήρως θεραπευμένον, εφώναξε μετά χαράς μεγάλης· ω ψυχή μου, ω φως μου, ω παρηγορία μου· ιδού τρέχοντας με κάθε σπουδήν και επιμέλειαν πηγαίνω να μεταμορφώσω όλα εις την πρώτην των φυσικήν κατάστασιν.

Είχε μάλιστα και μια γρατζουνιά στη μύτη. — Τι έπαθες; τον ρώτησε η Ελπίδα, τρέχοντας φοβισμένη κοντά του. — Τίποτα, δεν είνε τίποτα. Μα τι κόσμος, μωρέ παιδιά, τι κόσμος!... να μη θέλη ν' ακούση το συμφέρον του! — Τι σου συνέβη; τον ρώτησε κι ο Δημητράκης από τη θέση του. — Να, εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κουρδουκέφαλος.

Λέξη Της Ημέρας

υδραργύρου

Άλλοι Ψάχνουν