United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν έφθασεν εις κάποια δένδρα, όπου ήτον και βρύσι· και εκεί εξεπέζευσεν εις τον ίσκιον· και ύστερα έβγαλεν από το δισάκκιόν του ολίγον παξιμάδι και μερικούς χουρμάδες, και τρώγοντας έρριχνε τα κόκκαλα των χουρμάδων προς το ένα και άλλο μέρος· και όταν ετελείωσε το γεύμα του, ως καλός Τούρκος που ήτον, εσηκώθη και επήρεν ασβέστι και εγονάτισε να προσκυνήση, και προτού να τελειώση το προσκύνημά του, όντας γονατισμένος, βλέπει έξαφνα και του παρουσιάζεται ένα φοβερόν Τελώνιον, μαλλιαρόν ωσάν ένας Σάτυρος, και εκρατούσεν ένα φοβερόν σπαθί εις το χέρι του, φοβερίζοντάς τον να τον θανατώση.

Συνέβη ταυτοχρόνως να φονευθή και είς σημαντικός Τούρκος από τους κατά πρόσωπον προσβαλόντας, ώστε είτε διά το έν, είτε διά το άλλο συμβεβηκός δειλιάσαντες οι εχθροί ετράπησαν εις φυγήν, και οι Έλληνες εξελθόντες από τας οικίας τούς κατεδίωξαν ολίγα βήματα προς το στρατόπεδόν των· δεν επρόλαβον όμως να φύγωσι συγχρόνως και οι από τα δεξιά προσβαλόντες και διά τούτο, ως μείναντες ύστεροι, εζημιώθησαν περισσότερον από τους λοιπούς.

Προ του κελλίου είχε πέσει φονευθείς είς Τούρκος στρατιώτης· επειδή δε τα πολεμοφόδια των υπερασπιστών του κελλίου επλησίαζον να εξαντληθώσιν, ήνοιξαν την θύραν επί μίαν στιγμήν και έσυραν μέσα τον νιζάμην, επί του οποίου εύρον πυριτιδοβολάς τινας και δοχείον εκ λευκοσιδήρου περιέχον καφέ και ζάχαριν.

« Κι' ΟμέρΒριώνης μυστικά » Μ' ερώταγετο δρόμο: » — Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, » Τη πίστι σου ν' αλλάξης, » Να προσκυνήσηςτο τζαμί, » Και το Αλλάχ! . . . να κράξης; — » Κ' εγώ πικρά τον ύβριζα, » Και πήρε φόβο, τρόμο

Ο Μπαμπαρέζος έζη ως Τούρκος, σπανίως εργαζόμενος, και εξυπνών αργά. Ήτο εκ των ολιγίστων Χριστιανών οίτινες εκάπνιζον, φέρων πάντοτε την καπνοσακκούλαν ανηρτημένην εις την ζώνην. Εις την εκκλησίαν δεν μετέβαινε τακτικά και κατέλυε τας νηστείας, πράγμα το οποίον εκίνει φρίκην άμετρον και βδελυγμίαν. Από τους Τούρκους επίσης είχε πάρει την αναιδή έξιν να κάθεται απρόσκλητος εις ξένας τραπέζας.

Και ποιος λοιπόν εσκότωσε τον φονέα του αδελφοποιτού σου; — Ποιος άλλος είχε το καθήκον παρά εγώ, είπεν ο Τούρκος μετά τοιαύτης υπερηφανείας, ώστε να τον βδελυχθώ. — Και πώς; Τέτοιο κακό! εψέλλισα έπειτα μηχανικώς μάλλον και αβουλήτως. — Χμ! είπεν ο Τούρκος. Δεν είναι γραμμένο στο χαρτί σας; Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λάβης!

Και αφού τέτοιας λογής ήταν η πρόθεση των άλλων, ανάγκη πάσα να ταιριάζαμε και μεις την πολιτική μας ανάλογα. Ως τόσο καλά. Έγινε ό,τι έγινε. Διώχτηκε, ξεπαστρεύτηκε ο Τούρκος από την Ευρώπη, εξόν από μιαν ασήμαντη λουρίδα γης στη Θράκη. Τώρα έρχεται η μοιρασιά στη μέση, το φάσμα το αθώρητο, το τρομερό.

Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον. — Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάννα του, που ήλθε τώρα να της πη το Σπολλάτη! Είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν. — Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας!