United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βράχος είναι απότομος και κάτω αγριοβογγούν αφρισμένα τα κύματα. Το παιδί ξεκούμπωσε το φόρεμά του. Το κρατεί τεντωμένο μετά δυο του χέρια, ώστε να είναι σαν παννί πλοίου. Του φαίνεται θεϊκή χαρά να αιστάνεται πως αντιστέκεται στην τρικυμία, που φοβερίζει να το γκρεμίση από το βράχο στη θάλασσα. Απάνω στη χαρά του αυτή το ξαφνίζει μια φωνή, που κράζει τόνομά του μέσα στον άνεμο.

ΣΗΜ. Από τα τέσσερα τα κεφάλαια που ακλουθούνε θα πάρουμε μονάχα μερικά αποσπάσματα. Τα μέρη που αφίνουμε, όσο κι αν είναι ορεχτικά, δε φαίνουνται πολύ χρειαζούμενα. Κ' εκεί που καθούμαστε όλοι μας χολοσκασμένοι, — Αι, φωνάζει ο Αγγελάκος. Τρέχα, γέρο Βασίλη, και πιάστηκε! Όλοι γυρίζουμε αμέσως κατά την αποτονιά, μερικά βήματα μακριά μας. Το σημάδι στα χαλίκια είταν πεσμένο, το σκοινί τεντωμένο.

Έρχεται στο κρεββάτι του Τριστάνου και λέει: «Φίλε, ο Καερδέν φθάνει. Είδα το καράβι του στη θάλασσα. Σιγά-σιγά προχωρεί. Μολαταύτα το αναγνώρισα. Ο Θεός να δώση να σου φέρη τη γιατρειά σου» Αναταράζεται ο Τριστάνος. «Ωραία φίλη, είσαστε βέβαιη ότι είναι το καράβι του;! Λοιπόν, πέστε μου τι πανί έχει. — Το είδα καλά. Το έχουν ολάνοιχτο και τεντωμένο πολύ ψηλά, γιατί ο άνεμος είναι αλαφρός.

Μέσα στο φως του φεγγαριού κατά πως είταν ψηλός και λιγνός με το μπουζούκι τεντωμένο απάνω στο στήθος του, με την κοντή ρεμπούπλικα προς τα πίσω, είταν όλος αίσθημα, όλος πόνος, όλος γλύκα, όλος παρακάλια· με το κεφάλι τεντωμένο τον ανήφορο, με τα μάτια κολλημένα στα κλειστά παράθυρα. Πήρε έναε αμανέ παθητικό, βαθύ, με γερή φωνή.

Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει.

Στην άκρη στέκεται όρθιος ο Τριστάνος με τεντωμένο το τόξο του. Αλλά ο Χουσδάν, βλέποντας και αναγνωρίζοντας τον κύριο του, πηδάει απάνω του, κουνάει το κεφάλι και την ουρά, τεντώνεται, κυλιέται χάμου. Ποιος είδε ποτέ τέτοια χαρά; Έπειτα τρέχει στην Ιζόλδη την Ξανθή, στον Γκορνεβάλη, ακόμη και στο άλογο, και κάνει χαρές. Βαθειά συγκινήθηκε ο Τριστάνος. «Αλλοίμονο! Τι δυστυχία να μας ανακαλύψη.