United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω ακόμα, βαθύτερα ακόμα, εγλυκοφώταε λίγο μες ταδύνατα χρώματα της χαραβγής, εξεχώριζε μες το νυχτονοτισμένον του πελάγου ανασασμό, καθισμένο πάνω στα διάπλατα κοιμάμενα νερά, ολοστρόγγυλο, καμαρωτό το Πινακούλι. Βόσκουν μέσα του τα τόσα αγριόγιδα, ακούς που άνθρωπος δεν τα ζυγώνει. Έχει άπειρες σπηλιές ανήλιαστες κι άπατες καταβόθρες το νησί.

ΒΕΡΑΜη Τάσσο. Μην εξακολουθήσης πια. Είμαι άρρωστη. Με σκοτώνεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι γυρεύεις τ' αδύνατα και τ' ακατόρθωτα; Δεν το καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣΔεν γυρεύω ταδύνατα, Βέρα. Όχι. . . ΒΕΡΑΤαδύνατα γυρεύεις. Αλλοίμονο, ταδύνατα. ΦΛΕΡΗΣΤότε δε με κατάλαβες ακόμα, Βέρα. Δεν εμπήκες στην ψυχή μου. Δεν είδες τόνειρο που γυρεύω να ξαναονειρευθώ μια φορά ακόμα.

Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της: — Βαγγελιό! Βαγγελιό! Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά: — Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της. Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της.

Ας σταθούμε πρώτα μια στιγμή στην Ιουδαία, και με γοργή ματιά ας κοιτάξουμε σε τι κατάσταση βρίσκουνταν η περίφημη αυτή χώρα που γέννησε για τους κατοπινούς τη θρησκεία, καθώς η Ελλάδα τους γέννησε τη σοφία, την ομορφιά και την τέχνη. Ως ένα όριο ξαπλώθηκε και δω πέρα του Ελληνισμού το μάγιο. Είναι αλήθεια πως έκαμαν ταδύνατα δυνατά οι Ρωμαίοι από το δεύτερο αιώνα ως τα μέσα του πρώτου αιώνα π.

Ο μώλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έρριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με ταδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν.

Ένας σπαθάτος λυγιστός με νικηφόρον ξίφος, 'ψηλός ως στρουθοκάμηλος και με θαμβόνον ύφος, δεν ξέρω πώς εκτύπησε ταδύνατά μου σκέλη και μ' έρριξε φαρδύ πλατύ χωρίς κι' αυτός να θέλη. Κι' εν τούτοις δεν εζήτησε παραμικράν συγγνώμην, αλλ' έφυγε καυχώμενος εις την πολλήν του ρώμην.

Κάμνει ταδύνατα δυνατά ο Αντρόνικος να μαλακώση το Δεσπότη, και το καταφέρνει. Σαν ξανάρχισε όμως πάλε, δε γελάστηκε πια ο Συνέσιος, μόνο τον ξαναφορίζει, και τέτοια μέτρα έλαβε που κ' η Αυλή ακόμα τον ξέκαμε τον Αντρόνικο. Είχε, καθώς είδαμε, η Κυρηναϊκή κι άλλο μεγάλο κακό, τους βαρβάρους που πλάκωναν και τη ρήμαζαν κάθε λίγο.