Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . . — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!

Οι ενίοτε διδόμενοι όρκοι συνδιαλλαγής ισχύν είχον μόνον εφ' όσον οι συνδιαλλαττόμενοι δεν ευρίσκοντο εις θέσιν να πράξουν άλλο τίποτε· εις την ελαχίστην δε ευκαιρίαν, ο πρώτος αναλαμβάνων θάρρος, άμα έβλεπε τον αντίπαλόν του απροφύλακτον, εξεδικείτο ευχαριστότερον διά προδοσίας παρά διά φανεράς δυνάμεως.

Ακούοντας αυτά τα λόγια, ο θυμός της Ζωηδίας ελαττώθηκε, και γύρισε στους σκλάβους της και είπε, «Μπορείτε να τους δώσετε λίγο περισσότερη ελευθερία, αλλά μην βγείτε από την αίθουσα. Σ' αυτούς που θα μας πουν την ιστορία τους και το γιατί είναι εδώ, θα τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πάθουν τίποτε· αυτοί που θα αρνηθούν — » Και έκανε παύση.

Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . . Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος.

Τρέμων από τον θυμόν του, εκινείτο ως μανιώδης ικανήν ώραν χωρίς ν' αποφασίση τίποτε· τελευταίον διώρισε και εμάζωξαν την σκηνήν του διά να αναχωρήση· ανήγγειλε δε την φυγήν του και εις τους οικειοτέρους του διά να τον συνακολουθήσωσι, λέγων ότι δεν θέλει πλέον να διοική επίορκον και άπιστον στράτευμα.

Ο Καραϊσκάκης αναλαβών από την ασθένειάν του διευθύνθη εις Λάζον, όπου είχον καταφύγει διάφορα στρατιωτικά σώματα· ενόμιζεν ότι δι' αυτών ήθελε δυνηθή να βλάψη τίποτε ακόμη τους εχθρούς· αλλά ταύτα μη έχοντα πλέον τον αυτόν σκοπόν, δεν ήτον ελπίς να κατορθώσωσι τίποτε· μέρος επραγματεύετο μετά των εχθρών και μέρος έβλεπε τον Κάλαμον.

Το εμάντευσε και από το βλέμμα το οποίον της έρριψεν ο πατήρ του Μανώλη όταν είπε προς τον πατέρα της ότι ήθελε να του ομιλήση. Ο Μανώλης δεν εμάντευε τίποτε· τόσον ήτο μάλιστα παραζαλισμένος, ώστε καλά καλά δεν έβλεπε. Και με τόσην ορμήν εσκόνταψεν εις μίαν πέτραν, ώστε ηναγκάσθη να κάμη διάφορα άλματα, ανάρμοστα εις την σοβαρότητα της στιγμής, διά ν' ανακτήση την ισορροπίαν.

Εγώ δεν περιφρονώ τίποτε· διεμαρτυρήθηκε κάπως πεισμωμένα ο Αριστόδημος. — Και όμως δεν προσέχεις το τι γίνεται γύρω σου· απάντησε ο Δημητράκης. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για σπουδαία υπόθεση και συ μου μιλάς ξύλα κούτσουρα. Θες ν' ακούσης; — Λέγε· είπε υπομονετικός ο Αριστόδημος. — Τι συμβαίνει λοιπόν: τον ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Περαχώρας.

Απ' εδώ αρχίζει ο αγών, και ιδού το πρώτον της Οδού μου σημείον. Βλέπεις το άγαλμα εκείνο, το ευρισκόμενον επάνω εις τον υψηλόν οβελίσκον; — Όχι· δεν βλέπω τίποτε· βλέπω τον οβελίσκον, αλλά το βλέμμα μου μέχρι της κορυφής του δεν φθάνει.

Ο Σμυρνιός έσκυψε ν' ανεγείρη τον ναργιλέν, μειδιών και επαναλαμβάνων ότι δεν ήτο τίποτε· μετά δυσκολίας δ' εκράτησαν τον γέλωτα και οι άλλοι. Αλλά τον Μανώλην επροστάτευεν η παρουσία του πατρός του, όστις δεν ήτο εκ των ανεχομένων περιπαίγματα. Τους ευρισκομένους εις το καφενείον άλλως εκράτει εις συγκίνησιν μία μεγάλη είδησις.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν