United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπω δε την γυναίκα, αφαιρούσαν τα άνθη του καπελλίνου, απορρίπτουσαν τα κοσμήματα εις την οδόν, και καταβιβάζουσαν το φόρεμα μέχρι του άκρου των ποδών της. Και βλέπω τους χλευάζοντας τέως τον άνδρα, προς το φρενοκομείου να το σύρουν τώρα. Βλέπω δε ακόμη τους θαυμάζοντας την γυναίκα, να την θαυμάζουυ πλειότερον. Και όμως εκείνος είχεν ήδη πνεύμα σοφόν, εκείνη δε είχε πνεύμα μωρόν.

Επειδή κάπως το ίδιον πάθημα συνέβη εις ημάς καθώς εις τους Πέρσας, εις εκείνους μεν με το να σύρουν τον δήμον εις την δουλείαν, εις ημάς δε πάλιν αντιθέτως με το να προτρέπωμεν τον λαόν εις απόλυτον ελευθερίαν, τόρα λοιπόν τι συμπέρασμα έχομεν να ειπούμεν από αυτά; Η προηγηθείσα συζήτησίς μας σχεδόν είναι πολύ ορθή.

Και τώρα το νοιώθουμε πώς δυνήθηκε ο Χρυσόστομος με μονάχη την παρουσία του να μποδίση στρατό κι όχλο να σύρουν τον Ευτρόπιο αποκάτω από την Αγιατράπεζα ύστερ' από ένα χρόνο, τότες που κατρακυλήστηκε από τα μεσούρανα της δόξας του ο Ευνούχος.

Διότι, όταν θα εξαντληθούν οι γαιάνθρακες, θ' αρχίσουν να καίουν συγγράμματα. Αλλ' έως τότε οι κανονισμοί των σιδηροδρόμων θα έχουν λάβει μέτρα διά ν' ανακουφισθούν από τους χονδρούς ανθρώπους, θα γίνεται η πληρωμή αναλόγως του βάρους και οι σιδηρόδρομοι, αντί να τους παίρνουν εις την ράχιν των, θα τους σύρουν οπίσω, θα τους ρυμουλκούν, ως μαούνες.

Αμέσως ο Σίμων πετάχτηκε και βοήθησε με τα δυνατά του χέρια να σύρουν το δίχτυ στην στεριά. Και Αυτός που όλοι γνώριζαν ότι ήτο ο Κύριος, αλλά του οποίου η φωνή και η όψη έκαναν τις καρδιές τους να σταθούν με σεβασμό γεμάτο δέος, έτσι ώστε να μην τολμούν να τον ρωτήσουν, τους είπε, «Ελάτε και φάτε» και τους μοίρασε το ψωμί και τα ψάρια. «Ναι, Κύριε μου, το ξέρεις ότι Σε αγαπώ».

Οι Πλαταιείς ιδόντες το σχέδιόν των διαλυόμενον την μεν εργασίαν διέκοψαν, ανοίξαντες δε υπόνομον εκ της πόλεως μέχρις υποκάτωθεν του προχώματος κατ' εικασίαν ήρχισαν πάλιν να σύρουν προς εαυτούς το χώμα.

Διότι αυτό βεβαίως δεν το γνωρίζομεν, αλλά τούτο μόνον, ότι αυτά τα πάθη μέσα μας ως να είναι νεύρα ή νήματα συνδετικά μας συσφίγγουν και μας σύρουν μεταξύ των, επειδή είναι αντίθετα εις αντιθέτους πράξεις, εκεί ακριβώς όπου είναι η χωριστή θέσις της αρετής και της κακίας.

Έστησαν πεισματωμένη μάχη μπροστά στα πλοία οι διο στρατοί και σφάζουνται, ζητώντας οι Δαναοί τον Πάτροκλο να σώσουν, κι' οι Δαρδάνοι στ' ανεμοφύσητο καστρί λυσσάνε να τον σύρουν. Κι' απ' όλους πρώτα ο Έχτορας ναν τον τραβήξει ως μέσα 175 τόβαλε πείσμα, τι έταξε απ' το λαιμό να κόψει και σε παλούκια τ' όμορφο κεφάλι ναν του μπήξει. Μα σήκω πια, μην κάθεσαι!

Κ' απάνω σ' όλ' αυτή την πίκρα, μια κοντούλα γερόντισσα που θα συνέβγαλε ως τα σήμερα πολλά παιδιά κι αγγόνια για το στρατό, τράβηξε μπροστά, και σέρνοντας αγάλι' αγάλια τα τρεμάμενα ποδάρια της, ζήτησε να της σύρουν το χορό, για να καλοστρατήσουν οι ξενητεμένοι. Μεγάλη αλυσίδα χορού απλώθηκε τότε στην ακροθαλασσιά.

Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε.