Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Αλλ' εκλελυμένη, όπως ήτο, κατά την βιαίαν της χειρός κίνησιν, κατέπεσεν εις σωρόν εις τας αγκάλας του Μήτρου. Δύο και τρεις ημέραι παρήλθον ήδη αφ' ης η Σμάλτω έπεσεν εις τας αγκάλας του βοσκού.

Ημέραν τινά, ενθυμούμαι, μη έχων πρόχειρον εργασίαν να δώση αντί ελεημοσύνης εις πτωχόν υγιά και δυνάμενο να εργασθή, παρήγγειλεν αυτόν να μεταφέρη από την μίαν γωνίαν της αυλής του εις την άλλην σωρόν καυσίμων ξύλων.

Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της.

Μέχρι προ ολίγων ετών εσώζοντο ακόμη οικίαι τινές με τας στέγας και τα πατώματα των, εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο όκνος των ανθρώπων εις το να επισκέπτωνται το Κάστρον συχνότερα, και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλαγωγών, πλεονεκτών ή οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπίων σωρόν το Κάστρον.

Και της Πανούργης το βάρος δίνει Να κάμη εκείνη, καθώς ηξέρει. Σωρόν ομπρός του τ' απανωτιάζει, Κι' αυτή κρατάει πολλά ολίγο. Πιος σ' έχει μάθη, της λέει, Κουμπάρα, Με τόσο δίκιο να διαμοιράζης; Σκυφτά εκείνη του απηλογήθη. Του Λύκου, αφέντη, η δυστυχία. Ίσως ο Συγγραφεύς είχε σκοπόν να κάμη όλους τους προηγουμένους μύθους κατά τον ίδιον αυτόν τρόπον. Ζ ί ν ζ ι ρ α ς και Μ υ ρ μ ή γ κ ι.

Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου. Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν της. Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.

Ήτον εγκρατής της αρχαίας φιλολογίας, και πάντοτε είχε την ετοιμότητα να εμψυχώνη τον σωρόν των γνώσεων του με μίαν δραστήριον και λαμπράν φαντασίαν και εις όλας τας περιστάσεις η φιλολογικαίς του γνώσαις ανεφαίνωντο με ζωηρότητα αγχινοίας.

Επήρε ξυλάρια και ξυλόκλαδα, από ένα σωρόν παρά την γωνίαν, έρριψεν ολίγα εις την εστίαν, εφύσησε κ' εξάναψε την φλόγα. Έλαβεν ένα ιμβρίκι, το οποίον ευρίσκετο επί της εστίας, το εγέμισε νερόν, έψαξεν εις το καλάθι της, επήρε δύο ή τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έρριψε μέσα, κ' έβαλε το αγγείον εις το πυρ. Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν·

Η οσμή του τυρού ενθυμίζει την πατρίδα των εις τους Ελβετούς, η των αχύρων τον σταύλον εις τους όνους και η των ανθέων την φιλτάτην των εις τους εραστάς• παρ’ εμοί του παλαιού χαρτίου η οσμή εξύπνιζεν αμέσως την ανάμνησιν της Παπίσσης. «Ενταύθα», είπον, ατενίζων τον κονισσαλέον εκείνον σωρόν, «κείται του τοσούτον απασχολήσαντός με αινίγματος η λύσις». Και λαβών παρά του βιβλιοφύλακος την άδειαν ν’ ανοίξω και πανίον ίνα σπογγίσω τας ευρωτιώσας εκείνας μεγαβίβλους ήρχισα από τόμου εις τόμον και από φύλλου εις φύλλον αναζητών της ηρωίδος μου τα ίχνη.

ΜΑΚΒΕΘ Πού είσαι; Έλα, Σεύτων! — Σιχαίνομαι να βλέπω ... Αι, Σεύτων! — Αυτ' η σπρωξιά ή θα με στερεώση, ή θα με ρίξη κατά γης. — Επέρασ' η νεότης· εγύρισετο μάραμα ο δρόμος της ζωής μου· το φύλλον εκιτρίνισε· κι' απ' όλα όσα πρέπει να έχουν τα γηράματα, — τιμήν, αγάπην, σέβας, σωρόν τους φίλους, — τίποτε δεν έχω να προσμένω·κατάραις μόνον σιγαναίς, αλλά θερμαίς θα έχω, κι' αγάπην μόνον ψεύτικην από τα χείλη, — λόγια, που η καρδιά να τ' αρνηθή θα ήθελ' η καϋμένη πλην δεν τολμά. — Αι, Σεύτων!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν