Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Εδώ εις το ξενοδοχείον μ' εφορτώθηκαν να 'πάγω εις ένα άλλον, αλλά πού ν' ακούσω εγώ! — Ποίον άλλον; Η κυρά Λοξή είπε το όνομα του άλλου οφθαλμιατρού. — Θα συγκριθή εκείνος με τούτον; είπε περιφρονητικώς ο έπαρχος. — Πού 'ξεύρω εγώ! Μου εδιάβασαν εις την εφημερίδα τυπωμένα τα ευχαριστήρια του ενός και του άλλου οπού τους ιάτρευσε, με ένα σωρόν επαίνους. — Τας εφημερίδας θα πιστεύσης, κυρά μου!

Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί πλησίον της, όπισθέν της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της ημέρας, κρέατα και ιχθύς και τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις άμορφον σωρόν. Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της τραπέζης. Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα.

Αλλ' ενόμιζε πλέον ότι η Αρφανούλα έβαλε γνώσιν, ότε την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς ελθών να χαιρετίση την ανεψιάν του διά τα Χριστούγεννα, μετά τινα καιρόν, βλέπει και ητοίμαζε διάφορα παιγνιδάκια και αθύρματα πολλά, σωρόν μεγάλον. Ο Σπύρος έλειπε. — Τι είν' αυτά Αρφανούλα; ηρώτησεν ο θείος της. Κάτι πολλά δώρα θα κάμης εφέτος.

Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.

Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον κυβερνήτην του. — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την παραλίαν.

Το ίδιον κ' οι άνδρες. — Λοιπόν και σεις, απ' τον σωρόν αν σας χωρίζη κάτι, εάντην ανθρωπότητα οι έσχατοι δεν είσθε, ειπήτε μου το·τότ' εγώ θα σας ξεμυστερεύσω πράγμα, που αν εκτελεσθή, θα φάγη τον εχθρόν σας, και σας εις την καρδίαν μου θα σας αλυσσοδέση κ' εις την αγάπην μου, — εμού, που η ζωή του είναι αρρώστια μου, κ' υγεία μου θα ήν' ο θάνατός του !

Ο μεγάλος Κλώσος άφησε τον σάκκον εις την θύραν της εκκλησίας, και υπήγε μέσα. Ο δε μικρός Κλώσος ανεστέναζε και εγύριζεν απ’ εδώ και απ’ εκεί, αλλά δεν ημπορούσε να λύση τον σάκκον. Εκεί ήρχετο ένας γέρων βοσκός ασπρομάλλης με ραβδί εις το χέρι, και είχεν εμπρός του ένα σωρόν πρόβατα, τα οποία έσπρωξαν τον σάκκον, και εκύλισαν τον μικρόν Κλώσον κατά γης.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν