Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
— Σωπάτε, μην τρομάζετε, λαχτάρα μη σας πήρε, Κ' εκείνος που με γλύτωσε γλυκοκοιμάται απάνου. Χιλιάδες βασιλόπουλα πλακώσανε 'ςτό κάστρο Κ' επιάστηκαν 'ςέ πόλεμο, κ' επιάστηκαν 'ς αμάχη, Όποιος γλυτώσει απ' όλους τους 'ςτό κάστρο να πηδήση, Ν' αρπάξη εμένα και μακρυά δική του να με πάρη. Κάθε που έπεφτε σπαθιά τα στήθεια μου περνούσε.
Ταχέως συνελθών ο καπετάν-Θοδωρής εκ της πρώτης εκπλήξεως συνήθροισε τα εκχυθέντα νομίσματα, τα οποία εξαισίως έλαμπον υπό τον φλέγοντα ήλιον. — Σωπάτε! Δεν σας είπα ότι εδώ μέσα είνε η μοίρα σας; Γλήγορα να φύγωμεν. — Σαν είνε του χωροφύλακα; ηρώτησεν η Φανιώ. — Αυτό είνε θησαυρός κεκρυμμένος, είπεν ο πατήρ. Αυτό είνε παληό πράμμα. Και προσεπάθει να επανακλείση το δοχείον.
Τόση ήτο του δειλού ληστού η βία και η προς φυγήν μανία, ώστε η Γερακούλα δις και τρις περιέβλεψε, μη τωόντι από του ρεύματος ενεφανίσθησαν τα πονηρά της ερημίας πνεύματα. Και τότε είδε δύο των θυγατέρων ν' αναβαίνωσι προς αναζήτησίν της. — Σωπάτε! ψιθυρίζει η μήτηρ, ιδούσα αυτάς θορυβούσας. — Τι είνε; Ερωτά η Ελένη.
Εμείς οι άλλοι, όσο εσυγυριόταν βιαστικά πότε να βγη, τον εκαμαρώναμε με κάποιο πικρό παράπονο, και τον καλοτυχίζαμε που θάβλεπε τη λεφτεριά του ο μάβρος. Το καταλάβενε ο άμοιρος, που εζηλέβαμε την τύχη του· — Σωπάτε, ωρές παιδιά, κ' έχει ο Θεός και γιατ' εσάς! Καλή απομονή, και θανάρθη κ' η εδική σας αράδα! Τι να κάνης για ταδέρφι! Καλή απομονή το λοιπόν!...
— Σωπάτε, είπε φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης· είπαν πως βούλιαξε . . . — Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου. Ο Αργυράκης ήτοιμάζετο να διηγηθή πώς και πού τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ην έβλεπον οι τρεις ομιληταί.
— Ξέρεις τι τρέχει; λέγει έτερος. Ο Μπάρμπα-Σταύρος θα είνε τώρα 'ς τη φωτιά του και 'ς την Κρατήρα του, και εμείς ψάχνουμε του κάκου. Δεν βλέπετε; Νά, άλλο σημάδι δεν υπάρχει. Θα γύρισε πίσω. Παιδί ήτανε να χαθή; — Μα σου λέγει, έπεσε. Προσθέτει έτερος. — Ε, καλά· πού έπεσε; Αίφνης εκεί οπού εξήταζε τα πέριξ ο Κομποδήμος, κράζει: — Σωπάτε! σωπάτε!
— Μπε! μπε! διέκοψαν γλυκύτατα τα δύο αιγίδια, τα οποία εγερθέντα πλέον ετάνυον τους πόδας των καμπουρώνοντα εγγύς της πυράς, ως να ήθελον να μεγαλώσουν αμέσως. — Σωπάτε, σωπάτε, τα εθώπευσεν ο παις και επανέλαβε την διήγησίν του: — Δύο άνθρωποι εβγήκαν έξω, εγώ εχώθηκα 'ς ένα σχοίνο. — Παιδί, παιδί μου φωνάζουν. Μη φοβάσαι. Εγώ έκανα πως δεν ακούω. Παιδί! Νά! Και μου δείχνανε το τάλλαρο.
— Είνε βαρύς! απαντά σπεύσασα η Γερακούλα και προσπαθούσα να μετακινήση το εύρημα. Ο γέρων εδιπλασίασε την περιέργειάν του και κουτσά-κουτσά με τα δύο ραβδία του προέβη μέχρι της λόχμης. Όλαι περικυκλούσι τότε τον γέροντα, καθήσαντα εκεί και προσπαθούντα ν' ανοίξη το δοχείον. — Δεν φοβάσαι πατέρα; υπέλαβον αι νεάνιδες, ως εάν ήτο το δοχείον εκείνο φωλεά όφεων — Σωπάτε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν