United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εν τούτοις δεν ηδύνατο να εννοήση διατί ο γαμβρός της εβράδυνε τόσον, αφού είχεν εκκινήσει από του χωρίου μίαν ώραν προ αυτής, αφού αυτή είχεν έλθει από τον ίδιον δρόμον τον συνήθη, δι' ου πάντοτε ήρχοντο. — Από κει που αραδίζομε πάντα, παιδάκι μου, έλεγεν εις την κόρην της, τι θελά πάθη; Τ' ήταν αυτό; — Μην ήτο πιωμένος κ' έπεσε πουθενά με τα χιόνια;

Μαγιάρ και εγώ, έχοντες εμπρός μας φιάλας του Σωτέρν και του Κλω-Βουζώ, εξηκολουθήσαμεν την συνομιλίαν μας δυνατή τη φωνή. Μία λέξις απαγγελλομένη με τον συνήθη ήχον είχε τόσην πιθανότητα να γίνη ακουστή, όσον και το τραγούδι ενός ψαριού εις το βάθος του Νιαγάρα.

Έτυχέ ποτε, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον!

Ενταύθα ο Χόμο μετέβαλλε τον συνήθη αυτώ γρυσμόν επί το βαθυφωνότερον, από &Γαυ& εις &Γωύ&. Τότε ο Τρέκλας ήρπαζε λεπτήν ράβδον και έτυπτε τον Χόμο. Ο Χόμο εξέπεμπεν ωρυγμόν, και μετά την πρώτην πληγήν απεμακρύνετο. Το ευτύχημα ήτο ότι ο Τρέκλας και εβαρύνετο να τον καταδιώκη και δεν ίσχυε με τους στρεβλούς πόδας του να τον φθάση.

Ίσως και πάλιν, από την μεγάλην επίδρασιν της μνήμης, λάβω κατά τι συνείδησιν της καταστάσεώς μου. Αισθάνομαι ότι δεν σηκώνομαι από τον συνήθη μου ύπνον. Ενθυμούμαι ότι υπόκειμαι εις την καταληψίαν, και τότε τέλος, όπως τα κύματα του ωκεανού, η τρέμουσα ψυχή μου καταβυθίζεται εξ αιτίας της φρίκης του κινδύνου, εξ αιτίας της σκελετώδους αλλά παντοδυνάμου ιδέας μου.

Εις εκείνα τα μέρη, όταν την υπάνδρευσαν και την «εκουκούλωσαν», και την «ενεκροβλόγησαν» κατά την συνήθη φρασεολογίον της μητρός της, της είχαν δώσει ακόμη και την προίκα της. Το σπίτι, το Κάστρο το έρημο, και το χωράφι στο Μποστάνι, στον απάτητον κρημνόν.

Επήγα κατ' ευθείαν από το οπωροπωλείον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, διά να βοηθήσω με λόγια, και ενθαρρύνω την μητέρα. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας και της ενθαρρύνσεως· έμεινα δύο ώρας εκεί. Είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν, και την νύκτα, και την άλλην πρωίαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω και να της ομιλήσω. — Περαστικά, Κούλα.

Πάραυτα, με την συνήθη ακράτητον ορμητικότητά του ερρίφθη εις τους πόδας του διδασκάλου του· τάχα διά να Τον ευχαριστήση; διά να Του προσφέρη από τούδε απόλυτον αφοσίωσιν· Όχι! και εδώ έχομεν τεκμήριον φιλαληθείας, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην δύναμιν φαντασίας και επινοίας· διά να φωνάξη: «Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε

Τέλος ήλθε στιγμή, οπότε η αρχαία φύσις του επεκράτησε και πάλιν. Του εφάνη ότι ήτο πολύ μωρός να γεμίζη την κεφαλήν του από πράγματα, τα οποία λύπην μόνον του είχον προξενήσει. Απεφάσισε να λησμονήση την Λίγειαν και ερρίφθη εις τον ανεμοστρόβιλον και εις τας ηδονάς του ελαφρού βίου, με την συνήθη ορμητικότητά του.

Αλλ' αι οπτασίαι, τα όνειρα και τα φαντάσματα ήσαν τοσούτον κατά την εποχήν εκείνην συνήθη, ώστε αντί να εκπλήττωνται οι πλείστοι εχασμώντο ακούοντες τας διηγήσεις του νέου θαλαμηπόλου. Αλλ' εκείνος, βέβαιος ων ότι το φάντασμά του δεν ήτο εκ των συνήθων, έτρεμε την επιούσαν επί της κλίνης του μη δυνάμενος να κλείση τους οφθαλμούς.