United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκυφτή, μ' ένα προσωπάκι, όχι πλιό του κόσμου αυτού, μια περγαμηνή κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ολοζάρωτη, μ' ένα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μα πολύ καθαρό, που κάτι ήταν κι' αυτό καμμιά φορά, μα που τώρα τριμμένο και ξεθωριασμένο, ωσάν να σκεπάζη ακόμη την αποκαμωμένη κυρά τουδύο ερείπιαπροχωρεί η εκατόχρονη γρηούλα . . . Πηγαίνει μπρος, στο μεγάλο δρόμο, μιας μεγάλης πολιτείας, και πότε πότε σαν να χαμογελά στα μεγάλα σπίτια, στα ψηλά δένδρα, στους διαβάτες που περνούν αδιάφοροι, στα παιδάκια — σ' αυτά περισσότεροσαν να καμαρώνη τη λάμψι, που σκορπούνε όλα γύρω της και προχωρεί λίγο λίγο, σιγά σιγά, αλαφρά, συρτά, θάλεγες έντομο, με μόνο μια στάλα ζωής, την υστερνή ..

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι, κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει. Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν, και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα. Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν 280 τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.

Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα σανίδια του καταστρώματος. Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι.

Οι δάσκαλοι όμως, κουκκί απ' αυτά δεν απεικάζουν. Αυτοί παραπονούνται μονάχα πως το έθνος δεν έχει όρεξη να διαβάζη. «Εν Ελλάδι δεν υπάρχουσιν αναγνώσται». Δεν τις αγοράζει κανένας τις μούμιες. Ας του φτειάξουν όμως έργα που να καθρεφτίζεται η ψυχή του κ' η γλώσσα του, και να δουν. Κοίταξε πώς τα χάφτει ο λαός τα λίγα ψύχουλα που εδώ και κει του σκορπούνε.

Ο Πάνας θυμόνει με την κόρη, γιατί της εζήλεψε το τραγούδι και δεν απόλαψε την ομορφιά της· και κάνει τρελλούς τους βοσκούς και τους γιδάρηδες. Κ' εκείνοι σαν σκυλιά ή σαν λύκοι την κατακομματιάζουν και σκορπούνε στη γις τα κομμάτια της, που ακόμα τραγουδούσαν.