Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Περί το μεσονύκτιον έβλεπεν εν ονείρω ότι εκάθητο υπερήφανος εν τη αγορά της Σκοπέλου, εν μέσω των προυχόντων της νήσου, οίτινες όλοι με τα υψηλά καπέλλα διά την εορτήν, τον εκαμάρονον, συγχαίροντες διά την τόλμην του εις τας προσφοράς. Ο φοβερός αυτού αντίπαλος, ο καπετάν-Παρμάκης είχεν αποσυρθή.
Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του: — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του.
Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον, φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του ηλίου ακτίνες.
Παρήγγειλεν ο καπετάν-Παρμάκης προς τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ' εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ ως σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του.
Κινεί προς τα εμπρός τας χείρας του. Επιχειρεί να κινήση και τους πόδας του, νομίζων ότι το ευρύ πέλαγος είνε η θεσσαλική πεδιάς. Κύμα λευκόν τιναχθέν επί του βράχου ραντίζει το πρόσωπόν του. Υποχωρεί, πίπτει επί του σκοπέλου, απολλύμενος, έχων τους γυμνούς πόδας του κρεμαμένους εντός της θαλάσσης, ήτις κυματίζουσα, αφρίζουσα, απειλεί να τον περιβάλη.
Ο ήλιος έκλινεν εις την δύσιν του, χρυσίζων προς τα κάτω τας βραχώδεις κορυφάς των Τρικαίρων και αργά- αργά αποσύρων τας τελευταίας ακτίνας του από των λευκών οικίσκων της κωμοπόλεως Γλώσσης, της νήσου Σκοπέλου, ως να μη ήθελε να στερήση αυτήν του τόσον παρηγόρου εν χειμώνι θάλπους του.
Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.
Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι. Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν. — Κυρ-Δημάκη! Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν