United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν όμως, σάνε φιλιώνουνταν πάλε, φύλαγε η Ανατολή τον παλιό σεβασμό προς τη Δύση, ο λόγος δεν έρχεται μήτ' από τον Απόστολο Πέτρο μήτ' από άλλη παρόμοια παράδοση, παρ' από το μαγικό τόνομα της Ρώμης, που την έβλεπε πάντα η Ανατολή σα δοξασμένη μητέρα της, γέρικη ίσως και μα το ναι πεθαμμένη, μα σαν είδος μητέρα πάντα. Λόγος ανθρώπινος, κι όχι θεϊκός.

Καθώς είδαμε όμως, παρουσίαζε κάποτε και πιο φρόνιμη όψη η ελκυστική αυτή τρελλοκόρη. Είχε και τους θεολόγους της, τους φιλοσόφους, τους ρήτορες, τα σκολειά και τα μοναστήρια, και τάλλα του παρδαλού εκείνου κόσμου συστήματα. Σάνε συνέβαιναν ταραχές στην Αντιόχεια, πάντα στο Ιπποδρόμιο άρχιζαν.

Σάνε χύμιξαν οι Γότθοι οι στρατιωτικοί το Μεγάλο Σαββάτο εκείνο μέσα στη Μητρόπολη να τον πιάσουν, ώρα που βαφτιζότανε διάφοροι Κατηχούμενοι, άντρες και γυναίκες, σαν τα ορνίθια τους έδιωξαν και τους σκόρπισαν. Και σε τέτοια χάλια έφεραν την εκκλησιά, που πήγε ο λαός εκείνο το Πάσκα στην εξοχή, κ' έκαμε Ανάσταση κάτω από τα δέντρα. Ιωαννίτες τους ονόμασαν όλους αυτούς.

Είχανε θεάματα, ιπποδρόμια, θεριομανίες κι άλλα τέτοια. Εκεί λοιπόν πήγαν οι δυο μεγαλήτερες αδερφάδες να βρούνε πόρεψη. Εκεί η μικρή η Θεοδώρα, φορεμένη πουκαμισάκι μανικωμένο σα φτωχοπούλα που είταν, έκαμνε «μούτρα» κι άλλα γελαστικά παιχνιδάκια σάνε χόρευε η αδερφή της η Κομιτώ.

Έγινε η περιφημότερη εταίρα της Πόλης, και την τριγύριζαν όχι πια του δρόμου άνθρωποι, παρ' αρχόντοι και πλούσιοι. Ένας τους είταν κι ο Εκηβόλος από την Τύρο. Και σάνε διορίστηκε διοικητής της Αφρικανικής Πεντάπολης, πήρε και τη Θεοδώρα μαζί του· κατόπι όμως τηνέ βαρέθηκε, και την άφησε μέσα στους πέντε δρόμους.

Κι απάνω απάνω, απλάδα τριγυρισμένη κι αυτή με λογής λογής δέντρα». Κατόπι παρομοιάζει τα φώλιασμά του με της Καλυψώς τα νησί, και τον εαυτό του με τον Αλκμέωνα, σανέ βρήκε την ησυχία του. Έτσι του άρεσκε πάντα του Βασιλείου να γλυκοπαίζη με ταρχαία τα παραμύθια. Ήρθε τέλος εκεί κι ο Γρηγόριος από την Αθήνα. Μήτ' εδώ όμως δεν έκαμε πολύν καιρό ο Γρηγόριος.

Του κάκου παρακαλούν οι πιστοί τον Ιεράρχη να φύγη και να σωθή. Μήτε σάλευε από το θρόνο του ο ηρωικός ο Αθανάσιος, όσο έβλεπε και κιντύνευαν ακόμα ορθόδοξοι γύρω του. Και μόνο σανέ γλύτωσαν όλοι, αποφάσισε και πέρασε από τα μανιασμένα τα στίφη και χώθηκε μέσα στο σκοτάδι. Γλίστρησε, λέγουν, και σαν έπεσε, πατήθηκε από τους στρατιώτες.

Και θα τηνέ χαρίζαμε όλη την ιστορία του στους Ρωμαίους, μόνο που αυτό της το μέρος, το φιλελληνικό, πρέπει να ιστορηθή, κι όχι για να μάθουμε τι πάει να πη Νέρωνας, μα για να κρίνουμε σε τι λογής ψυχική κατάσταση βρίσκουνταν το Έθνος σάνε χαίρουνταν τους καρπούς της αγάπης του. Είχε δυο μεγάλες μανίες ο περίφημος αυτός μαθητής του Σενέκα· τη μανία να θανατώνη και να ρημάζη, και τη δοξομανία.

Οι τρόποι της όμως είταν τόσο ξανοιχτοί, να μην πούμε αντρίκιοι, σάνε δίδασκε από τη φιλοσοφική της έδρα, που πολλά καταλαλήθηκαν εναντίο της, μάλιστα από τις άλλες γυναίκες. Μα και περπατώντας αγαπούσε να φορή φιλοσοφικό τρίβωνα, κ' έτσι φορεμένη συνομιλούσε με το Συνέσιο και με τους άλλους σοφούς οπαδούς της, αψηφώντας τον κόσμο. Αν από τους φίλους της την ερωτευτήκανε μερικοί τι παράξενο.

Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο ταδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κ' η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δος του πια τότε μουρμουρητά και χειρονομίες. — Άφησέ με και τα βολέβω, ακούστηκε κ' έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.