United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκωθήτε, ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας, ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην να την ιδούν τα 'μάτια σας! — Τα σήμαντρα κτυπάτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την φρικτήν κραυγήν του μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει. ειπέ! ΜΑΚΔΩΦ Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει, αν έμβη εις γυναικός αυτί.

Αλλά αλλοίμονον! όσοι εκοιμώντο πραγματικά ήσαν πολύ ολίγοι, εκατομμύρια φορές ολιγώτεροι, από εκείνους που εκοιμώντο διά παντός. Και από το βάθος των απείρων τάφων, ιδού ότι ανέβαινεν από τα σάβανα μελαγχολική ψύχρα. Και μεταξύ εκείνων που ανεπαύοντο ήσυχοι έβλεπα ότι πολλοί είχαν μετατεθή από την ασάλευτον και αδυσώπητον θέσιν που τους έδωσαν εις τον τάφον.

Κι αν πάλι την κρύψω την κόλαση που μέσα μου βράζει, μα τα λιβάνια που μυρίζουν ακόμα, ταραχνιασμένο το πρόσωπο, τα σβυσμένα τα μάτια, τα χωματιασμένα τα σάβαναποιος μάγος θα μου τα κρύψη! Εσύ, μαύρη νύχτα, θα με σκεπάσης. Εσείς ανέμοι, θα μου δώστε τα φτερά σας, και σεις, σύννεφα, το σκοτάδι σας. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Συνέσ. Έχετε το νου σας, καλές μου, στη χαροκαμένη την αρχόντισσα.

Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον. Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα, κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον, το πρόσωπόν του έκρυψετα σάβανα του σκότους;

Είντα νε, μωρέ, τούτονέ; είπε με τρομερή φωνή ο πεθαμένος. Ζωντανό, μωρέ κερατάδες, θέλετε να με θάψετε, και μου βάλετε τα λαζάρια; Συνάμα σηκώθηκε, λευτέρωσε τα χέρια του από τα σάβανα, πετάχτηκε πάνω κέτρεξε σε μια ξιφολόγχη πούτον κρεμασμένη στον τοίχο. Το δωμάτιο άδειασε. Όλοι έτρεξαν έξω και στον πανικό των ακούστηκε πως ο πεθαμένος εβρυκολάκιασε. — Εκαταχάνεψε.

Εορτάσιμόν τινα πρωίαν, καθ’ ην ο ουρανός του Βερολίνου θέλων, φαίνεται, να δικαιολογήση το κείμενον του Μωϋσέως, ήνοιγε τους καταρράκτας του, καταφυγών εις την έρημον βιβλιοθήκην και από αιθούσης εις άλλην περιφερών τα χασμήματα και την ανίαν μου, ευρέθην αίφνης εις την απέραντον στοάν, ένθα τα Θεολογικά του μεσαιώνος βιβλία, περιτυλιγμένα εις παχύ στρώμα λευκού κονιορτού, ως νεκροί εις τα σάβανά των, κοιμώνται βαθύν και ανενόχλητον ύπνον.

Και συ, Κράτων, άφησε τον πλούτον και την χαύνωσιν και την τρυφηλότητα• και μη φέρης μαζύ σου τα πολυτελή σου σάβανα, ούτε των προγόνων σου τα αξιώματα, εγκατάλειψε δε και την ευγένειαν και την δόξαν σου και τους τίτλους τους οποίους σου απένειμε ποτέ η πόλις και τας επιγραφάς των ανδριάντων σου και να μη ενθυμήσαι ότι σου κατεσκεύασαν μέγαν τάφον• διότι και αυτά ακόμη βαρύνουν αν τα ενθυμήσαι.