Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Πέθανε ο πατέρας και πάη, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ' απογένη: Να παντρεφτή ή να καλογερευτή; Προτίμησε να παντρευτή όσο μικρός κι' αν είταν κι' έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός του.

Έχουμε, είπε, με τι να πληρώσουμε τον Κυβερνήτη του Βουένος- Άυρες, αν η δεσποινίς Κυνεγόνδη ημπορεί να ξετιμηθή. Ας βαδίσουμε προς την Γαϋέννη, ας μπούμε σ' ένα καΐκι και θα ιδούμε κατόπι ποιο βασίλειο μπορούμε ν' αγοράσουμε. &Τι τους συνέβη στη Σουρινάμ και πώς ο Αγαθούλης γνώρισε το Μαρτίνο& Η πρώτη μέρα των δύο ταξιδιωτών μας υπήρξε πολύ ευχάριστη.

Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα. — Πώς ήθελα να μου τόνε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλοίμονό μου! Της είπα δύο ή τρεις στίχους του Ερωτόκριτου, που θυμόμουνα, κιαυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε: — Χαρώσε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου! Τότε κεγώ, αποκότισα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ' ότου μεγάλωσα.

Αυτό λοιπόν που λέγω τόρα ήτο η πρώτη περίπτωσις από όσα σου έλεγα τότε. Θεαίτητος. Μάλιστα, ήτο. Σωκράτης. Το δεύτερον ήτο ότι, όταν τον ένα από σας τον γνωρίζω, τον δε άλλον δεν τον γνωρίζω, και δεν βλέπω με τας αισθήσεις μου κανένα από τους δύο σας, δεν είναι δυνατόν πάλιν να νομίσω ότι αυτός που γνωρίζω είναι εκείνος που δεν γνωρίζω. Θεαίτητος. Πολύ ορθά. Σωκράτης.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη.

Τελοσπάντων αγναντεύει Το νερό οπού χαλεύει, Και στου πόθου την ακμή, 540 Οχ τη βιά του τη μεγάλη Το σημάδι εκείνο σφάλλει, Σε ξερό δέντρο χτυπάει· Πέφτει κάτω σκοτισμένο Και σε χέρια σκλαβομένο 545 Κυνηγού αποκαταντάει· Των παθών μας η ορμή Είναι η πρώτη αφορμή Σ' όσα ενάντια μας τυχαίνουν· Δυστυχείς μας καταστένουν 550

Πράσινη απλώνεται η φυτειά κ' η ράγες μεστωμένες, Μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γυαλίζουν Στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου οπ' ανατέλλει, Σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.

Όχι ότι εις αυτήν πρώτην το είπαν, αλλ' αυτή πρώτη το ήκουσε, πριν καταλάβη καλά ο πορτάρης της σιδηράς πύλης, εις τον οποίον το είπαν. Ευτυχώς δεν ήτο τελείως κωφή, ήκουε καλά από το έν ωτίον.

Ακολούθως η Κρατήρα έχουσα τον νουν της εις το ζύμωμα εξαπέστειλε τον Κομποδήμον εις τον φούρνον να ίδη αν θα κολλήση. — Ακούς λέει; απήντησεν επανελθών ο ποιμήν. Γένιτι τέτοια μέρα; Ξεφούρνισε τη πρώτη φουρνιά, και χαζιρεύει άλλη τώρα. Κάμανε ντουρό και είνε ο φούρνος γεμάτος γυναίκες. — Νά τα! Νά τα! εμουρμούριζεν η Κρατήρα μετά ταύτα εμποδισθείσα τόσον από της πρωίας,

Όταν όμως παρήλθε και δεύτερον και τρίτον και τέταρτον έτος, όταν παρήλθεν η πρώτη χαρά, ως παρέρχεται πάσα χαρά, όταν ούτε γράμμα ούτε χρήματα ελάμβανεν, όταν το αλεύρι έφθασεν 80 λεπτά και η εληαίς της, ξύλα κούτσουρα, δεν εκαρποφόρουν, τότε το εύμορφο Ξενιώ ηναγκάσθη να ξενοδουλεύη διά να ζήση. Πολλάκις μαζί με την δυστυχίαν έρχεται η γνώσις. — Δεν μ' έπνιγες καλλίτερα, μάννα μου!

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν