Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Σεπτεμβρίου 2025


Αν είχε κανένα επιβάτην, ας ήτο και φουστανελλάς, θα τον υπεχρέου να μεταμφιεσθή εις ναύτην, να φορέση τα παληά αμπαδίτικα του μπάρμπ’-Αλέξη, τα οποία ευρίσκοντο υπό την πρώραν διά παν ενδεχόμενον. Αλλ' επιβάτην είπομεν δεν είχεν. Τι να κάμη;

Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα.

Εγονάτισεν ενώπιον της, εσήκωσε τας χείρας της από το μέτωπον, εσπόγγισε τα δάκρυα της, και είπε λόγους γλυκείς γυναικείας παραμυθίας. Απεμακρύνθην συγκινημένος. Υπήγα εις την πρώραν και έβλεπα την θάλασσαν την οποίαν εσχίζομεν, και τα βουνά των Ψαρών αντικρύ μου. Ήμεθα ήδη πλησίον του λιμένος, δεν εβράδυνον δε να φανώσι τα πλοία, και υπεράνω αυτών η πόλις, και μετ' ου πολύ ηγκυροβολήσαμεν.

Η καπετάνισσα, ωραία μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα, ως νέα ακόμη, διά την περίστασιν πλήρη την νυμφικήν στολήν της, με το λευκόν αναφές και αιθερόπλαστον αλέμι, την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και κλώνας, το βελούδινον βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, την βυσσινόχρουν ολομέταξον και χρυσοκέντητον τραχηλιάν, την ζώνην με τ' αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσον ποδογύρι, τρεις σπιθαμαίς πλατύ, κρατούσα μέγαν επάργυρον δίσκον διά της αριστεράς, περιήλθεν ολόγυρα το πλοίον και έρρανε διά της δεξιάς, με κοφέτα και με ορύζιον, την πρώραν, την πρύμνην, την τρόπιν και τας πλευράς του σκάφους.

Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη: — Εδώ είμαι! Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα. Η μάχη αρχίζει.

Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της. Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη. Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;

Η νήσος αύτη, τότε έρημος, ήτο πολύδενδρος και δεν είχε δρόμους διαβατούς, το δε μήκος αυτής ήτον έως δεκαπέντε στάδιοι. Και τας μεν εισόδους έμελλον να κλείσουν στενώς διά των πλοίων, τα οποία να έχουν εστραμμένην την πρώραν εις την θάλασσαν, εις δε την νήσον, επειδή εφοβούντο μήπως ο εχθρός τους πολεμήση, απ' εκεί, απεβίβασαν οπλίτας και έθεσαν άλλους καθ' όλον το μήκος της ηπείρου.

Κύμα έν, όγκος μολύβδινος, ακτινοβολών υπό την αστροφεγγιάν· αποτρόπαιον ακτινοβολίαν, θραύεται κατά της χυτής μάσκας εν πλαταγισμώ, περιλούει τ' ακροστόλια κ' εισβάλλει εις την πρώραν εν αφρώ διασυρίζον ως σβεννυμένη ανθρακιά. — Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! ακούεται από της πρύμνης ο πλοίαρχος, ενθαρρύνων μετά μειδιάματος τους ναύτας, βαρυθύμους, διότι θα έχωσιν αγρυπνίαν απόψε.

Μετ' ολίγον εφάνησαν πολλαί νήσοι• πλησίον και προς ταριστερά η Φελλώ, όπου εκείνοι επορεύοντο, πόλις κτισμένη επί μεγάλου και στρογγυλού φελλού• μακρύτερα και μάλλον δεξιά πέντε πολύ μεγάλαι και υψηλαί, από τας οποίας ανεδίδοντο μεγάλαι φλόγες• προς την πρώραν μας εφαίνετο άλλη, πλατεία και χαμηλή, η οποία θα είχεν έκτασιν όχι μικροτέραν των πεντακοσίων σταδίων.

Και με δέκα ειρεσίας των χειρών, με άλλα τόσα λακτίσματα των ποδών, με την κοιλίαν θίγουσαν κάποτε εις τους βάλτους, έφθασεν εις το μέρος όπου είχεν εμπλακή η βάρκα, ανεπήδησε στιβαρώς επί την δεξιάν πλευράν, έδραξε την πρώραν της σκάφης, και με απίστευτον διά την ηλικίαν του ρώμην, την ανεσήκωσε και την απήλλαξεν από του εμποδίου των υψηλών χόρτων.

Λέξη Της Ημέρας

γραμματοδιδάσκαλοι

Άλλοι Ψάχνουν