Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
— Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με κρασί του Σόλωνος. — Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν πισκότα και παγωτά . . . — Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις. Χαρά 'ς το!
Εις το όγδοον βραχιονιστήρες, αρπάγαι, δίκρανα, κλίμακες, σχοινία, ως και κοντοί διά καταπέλτας, και κωδωνίσκοι διά τα φάλαρα των δρομάδων. Το βουνόν όσον προυχώρει προς την βάσιν του εγίνετο πλατύτερον και ήτο σκαμένον εις το βάθος ως κυψέλη μελισσών, κάτω δε από τα υπόγεια εκείνα, υπήρχον άλλα δωμάτια πολυαριθμότερα και βαθύτερα.
Ως τόσον ο Αγάλλος δεν εφάνη, και αι δύο γυναίκες, των οποίων η ανησυχία ηύξησε καθόσον προυχώρει η νυξ, απαλλαγείσαι ήδη της ενοχλήσεως των δύο παιδιών, έστησαν συμβούλιον περί του πρακτέου. Η γραία είπεν ότι αν, Θεός να φυλάη, ο γαμβρός της είχε πέσει πουθενά εις τον δρόμον, αυτή θα τον έβλεπε, διότι είχεν έλθει από τον ίδιον, τον συνήθη δρόμον.
Ούτω, μόλις εισήρχετό τις, παρίσταντο αύται προ των ομμάτων του ως μορφαί τερατώδεις, εφ' όσον όμως προυχώρει, μετεβάλλοντο βαθμηδόν, ούτως ώστε ο θεατής, αλλάσσων θέσεις, έβλεπεν εαυτόν περιστοιχούμενον υπό σωρείας μυσαρών μορφών, ομοίων προς τα δημιουργήματα της δεισιδαιμονίας του Βορρά· σφοδρόν δε ρεύμα αέρος, εισερχόμενον τεχνηέντως διά του τοίχου όπισθεν των παραπετασμάτων, επέτεινε την φαντασμαγορίαν, παρέχον εις το όλον εμψύχωσιν τρομακτικήν και αποτρόπαιον.
Εν τούτοις η νυξ προυχώρει, και τούτο πάλιν προυξένει αμηχανίαν. Ο Πλήθων δεν ήθελε να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην μετά της Αϊμάς και δεν επεθύμει πάλιν ν' αφήση αυτήν μόνην. Την στιγμήν εκείνην ο φιλόσοφος μετενόει διότι απέπεμψε τον Πρωτόγυφτον. Ο δισταγμός του Πλήθωνος όπως μείνη μετά της Αϊμάς την νύκτα ουδέν το επίμεμπτον είχε. Προήρχετο καθαρώς εξ αβρότητος.
Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά-αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ' η λειτουργία προυχώρει, και ψυχή δεν εφαίνετο.
Φαίνεται δε ότι εύρε πολύ το διαφέρον εις την ανάγνωσιν ταύτην, διότι καθ' όσον προυχώρει, το πρόσωπόν του, ερυθρόφαιον υπό την φλόγα της δαδός, εψυχούτο και εξέφραζεν από στιγμής εις στιγμήν παντοία συναισθήματα, από της ελαφράς περιεργείας μέχρι του βαθυτάτου διαφέροντος, και από της καρτερικής προσδοκίας, μέχρι της ελπίδος και του φόβου, του οίκτου και του ενθουσιασμού.
— Όλα κουράζονται 'ς το δρόμο τους και γυρεύουν ανάπαυσι· είπεν η Μάρω έμφροντις· ποιος ξεύρει τι μας βρίσκει αύριο; Εφ' όσον η Μάρω προυχώρει, διέκρινε καθαρώτερον εν μέσω συσκίου κήπου, υψηλόν πύργον. Ευθύς ανεθάρρησε κ' ενεψυχώθη.
Η νυξ προυχώρει και εγώ, κατεχόμενος υπό πικροτάτων σκέψεων, ων αντικείμενον είναι εκείνη, η μοναδική μου υπερτάτη λατρεία, έμενα με το βλέμμα προσηλωμένον επί του πτώματος της Ροβένας. Θα ήτο περίπου μεσονύκτιον, ότε αίφνης διέκοψε τους ρεμβασμούς μου λυγμός τις, ταπεινός και ελαφρός, αλλά λίαν ευδιάκριτος, από της νεκρικής κλίνης.
Εν μέσω των στηλών με τα χάλκινα κιονόκρανα επεφάνη η Ηρωδιάς, η όποια προυχώρει με ύφος αυτοκρατείρας, περιστοιχιζομένη υπό γυναικών και ευνούχων, κρατούντων εντός επιχρύσων δίσκων καπνίζοντα θυμιάματα. Ο Ανθύπατος έκαμε τρία βήματα προς αυτήν, και την εχαιρέτησε με μίαν υπόκλισιν της κεφαλής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν