United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλοίμονον εις εμένα, έλεγα· χωρίς εμέ, χωρίς την θανατηφόρον μου αγάπην, η Δαρδανέ δεν ήθελε λάβει τέτοιον σκληρόν θάνατον· και διατί να έλθω εγώ διά να προξενήσω τον θάνατον και την απώλειαν της ωραίας Δαρδανές; Αυτά και άλλα λέγοντας με μέγαν πόνον της καρδιάς μου, εμίσευσα την αυτήν νύκτα από την Αίγυπτον διά το Μπαγδάτι, μην ημπορώντας πλέον να μείνω εις εκείνην την χώραν, που επροξένησα τόσον κακόν της ωραίας μου Δαρδανές.

Και τότε πώς θα της φανή; Θα την ξιππάσω άδικα. Θα λέγη, τι να με θέλη ο Μάχτος, τι έχει να μου πη; Διατί να της προξενήσω αυτήν την ανησυχίαν; Δεν είνε καλλίτερον να εμπώ εις τον κήπον, να την χαιρετίσω και να της πω· Αδελφή μου Αϊμά, συμπάθησέ με, παύσε μίαν στιγμήν την εργασίαν σου, έχω να σου πω κάτι; Να παύση την εργασίαν της; Και πώς ειμπορώ εγώ να της πω να παύση την εργασίαν της, ποίον δικαίωμα έχω; Δεν θα της φανή βάρβαρον αυτό; Δικαίως θα κακιώση, και θα με νομίση χωριάτην, θα ειπή μέσα της, ο Μάχτος δεν ξεύρει πώς να φέρεται, κρίμα!

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ούτε εγώ όμως έως τότε θα παραδοθώ εις σε. ΕΡΜΙΟΝΗ θα βάλω φωτιά και θα σ' αναγκάσω χωρίς να ανησυχήσω προς χάριν σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Άναψε λοιπόν την φωτιά• οι θεοί θα τα ιδούν αυτά. ΕΡΜΙΟΝΗ Και εις το σώμα σου θα προξενήσω τους πόνους που φέρνουν τα τρομερά τραύματα. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Σφάξε με, χύσε το αίμα μου εις τον βωμόν της θεάς. Εκείνη θα σε τιμωρήση.

Εγώ σε έφερα εις το σημείον τούτο· πλην αποκόπτομεν τα γαγγραινώδη μέρη του σώματος. Έπρεπε κατ' ανάγκην ή να σου προξενήσω τοιαύτην πτώσιν ή εγώ να πέσω υπό σου. Δεν υπήρχε χώρος δι' αμφοτέρους ημάς εις τον κόσμον.

Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου· επειδή και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την άσχημον μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και αναστενάζοντας από καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν γραπτόν εκαταντήθηκα να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που αγαπώ με τούτην την συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε τούτος που έκαμε; ημπορώ εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να ελπίσω την αγάπην της, και όχι να της προξενήσω συχασίαν.

Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της. — Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους επανίδω πλέον ποτέ. Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και πατήρ της.

Εγώ ακούοντας αυτήν την ιστορίαν εγέλασα εις τον εαυτόν μου με τους ματαιόφρονας και απατεώνας Αστρολόγους και εφρόντισα με κάθε τρόπον να κρύψω το όνομά μου από εκείνον τον νέον διά να μη του προξενήσω φόβον θανάτου· προσεπάθησα μάλιστα να βγάλω ψεύστας τους Αστρολόγους, οι οποίοι επρόλεγαν ένα τοιούτον μάταιον πράγμα, που εγώ ούτε το εφανταζόμουν, μάλιστα ήμουν εντελώς ξένος από ταύτην την γνώμην και πώς ήτο δυνατόν να κάμω εγώ ένα τέτοιο παράνομον έργον;