Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ο βουκόλος έτρεξε κατόπιν του φωνάζων: «Να! να!», αλλά ταχέως είδεν ότι εματαιοπόνει και σταματήσας παρετήρει τον οιστρηλατούμενον ταύρον απομακρυνόμενον, υπερπηδώντα τα χανδάκια, εισδύοντα εις τα σπαρτά και πάλιν αναφαινόμενον με την ουράν πάντοτε υψωμένην.
Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης, με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει: Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της παρθένου επάγωσεν.
Τον είλκυσεν από τον βραχίονα και του είπε: — Έλα να βγούμε όξω να σου πω ... . Ο Μανώλης τον ηκολούθησεν ευπειθώς, τόση δε ήτο η ταραχή του, ώστε ουδ' εστράφη προς την Πηγήν, ήτις τους παρετήρει απορούσα και αυτή, αλλά και ανησυχούσα περισσότερον.
Κ' εύρισκεν αυτόν ήδη καθ' όλα ηλλοιωμένον. Δεν έβλεπε πλέον επ' αυτού την φοβεράν εκείνην δυσμορφίαν. Εφ' όσον τον παρετήρει καλλίτερον κατέπιπτον μία προς μίαν αι ασχημίαι του όλαι, ως πρόσθετοι και ανεφαίνετο υπερβολικώς ωραίος, αποστίλβων όλος, ως το βασιλόπουλο του μύθου, εξερχόμενον του κλιβάνου όπου άφησε τα όστρακά του.
Πήγαινε να ζήσης μαζύ της μέσ' το πανένιο σπήτι της! Πήγαινε να φας την πήτα που ψήνει κάτω από τη στάχτη, και να πίης το ξυνισμένο γάλα των προβάτων της! Φίλησε τα μελανά μάγουλά της, και ξέχασέ με!» Ο Τετράρχης δεν ήκουε πλέον. Παρετήρει το κατώφλιον μιας οικίας όπου ίστατο μία νεάνις και μία γραία κρατούσα έν σκιάδιον με λαβήν καλάμου μακρόν ως κάλαμον αλιέως.
Η Λάμια, παραμονεύουσα παρά την θύραν, ευθύς άμα παρετήρει υψούμενον επί της πεδιάδος της κλίνης τον λόφον τον αγγέλλοντα την παρουσίαν της Σεμίρας υπό το πίπουλον, επλησίαζεν ακροποδητί, με την ελπίδα να την καταφθάση κοιμωμένην αλλά καθ' ην ακριβώς στιγμην υψώνετο το σκουπόξυλον, απετίνασσε το πονηρόν ζώον το σκέπασμα και εξώρμα δι' ενός πηδήματος εις υψηλόν ράφι.
Ποιμήν τις από πρωίας ιδών πλοίον κατερχόμενον από του Θερμαϊκού, ανήγγειλε τούτο εις την γραίαν, ήτις ως είδομεν από πρωίας παρετήρει το πέλαγος. Και αληθώς περί την εσπέραν εφάνη πλησίστιον πλοίον, κάμπτον την προ του λιμένος ξηράν νησίδα και στρέφον να εισέλθη διά λοξοδρομιών εις αυτόν, διότι την ώραν εκείνην έπνεε δριμύτατος βορειανατολικός.
Ο Γύφτος και η Αϊμά διευθύνθησαν εις το κέντρον του χωρίου, όπου ηγόρασαν τροφάς και εξήλθον εκείθεν σπεύδοντες. Η γυνή σταθείσα παρά τινα γωνίαν παρετήρει αυτούς μακρόθεν. Ιδούσα δε γειτόνισσάν τινα, την έκραξε· — Βλέπεις εκεί; — Ποίος είνε; — Εκείνος ο άνθρωπος με το κορίτσι που σέρνει από το χέρι... — Βλέπω. — Μου φαίνεται παράξενο. — Διατί;
Εν συνόλω ο τεσσαρακοντούτης ήδη Κ. Πλατέας παρετήρει μετά δυσαρεσκείας ότι το σχήμα του μετεβάλλετο βαθμηδόν επί το σφαιρικώτερον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν