Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Βλέπουσιν εκεί βρίθον πλήθος εορτάσιμον, εσθήτας μεταξωτάς ανακινούσας άφθονον κονιορτόν, αμάξας πλήρεις γυναικών εψιμυθιωμένων, νήπια ενδεδυμένα ως πλαγγόνας, νεανίσκους σεισοπυγίζοντας δίκην εταιρίδων, και ακούουσι την στρατιωτικήν μουσικήν παίζουσαν τα μέλη του Boccace, και τρίβουσι πάντοτε τους οφθαλμούς των, και δεν πείθονται ότι γρηγορούσι.
Οι άλλοι δύο ήσαν ηλιοκαείς γέροντες σχεδόν με σκληράς σάρκας κ' εξηγριωμένα χαρακτηριστικά, ο δε τέταρτος έφηβος συμπαθητικός με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και μαύρην κόμην, με λευκόν και απαλόν δέρμα, τον οποίον όμως τερατωδώς ασχήμιζεν η ρακώδης ενδυμασία και η μετά των άλλων αγριωπών ανθρώπων συντροφία.
Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις ηδυνήθη να αρθρώση: — Χαίρε, ω Μάρκε . . . Εκείνος είπεν: — Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού.
Τεσσαράκοντα ημέραι παρήλθον ήδη από της Σταυρώσεως. Κατά τας 40 ταύτας ημέρας δεκάκις ή ενδεκάκις ώφθη εις ανθρωπίνους οφθαλμούς και εψηλαφήθη υπό χειρών ανθρωπίνων.
Ο Πέτρος εστάθη και είπε προς τον Ναζάριον: — Βλέπεις αυτήν την λάμψιν, ήτις προχωρεί προς ημάς; — Δεν βλέπω τίποτε, είπεν ο Ναζάριος. Αλλ' ο Πέτρος εκάλυψε τότε τους οφθαλμούς με την χείρα του και μετά μίαν στιγμήν είπεν: — Είς άνθρωπος έρχεται προς ημάς εν τη μαρμαρυγή του ηλίου. Εν τούτοις ο κρότος των βημάτων δεν έφθανε ποσώς εις τα ώτα των. Πέριξ επεκράτει βαθεία σιγή.
Και υπό μεν την υλικήν έποψιν η πρόοδος της χώρας ταύτης, καίτοι ουχί ίσως ανάλογος της αγχινοίας της φυλής και της διακρινούσης τον αιώνα πυρετώδους δραστηριότητος, είναι τουλάχιστον αναμφισβήτητος και προφανής εις τον εγκύπτοντα εφ' οιουδήποτε στατιστικού πίνακος ή απλώς στρέφοντα περί εαυτόν τους οφθαλμούς.
Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα. — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας. Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα. Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;.... Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.
Πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, Προς χωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον Υπό δένδρων καλυπτόμενον. Ταύτα δε πάντα προς την γην Και απατώντα τους οφθαλμούς ημών δια τον αέρος. Έρως: Ναι, στρατηγέ. Αντώνιος: Εκείνο το οποίον τώρα φαίνεται ίππος, πριν ή προφθάσης, να το σκεφθής, Εξαφανίζεται υπό του αεροπορούντος νέφους και καθίσταται δυσδιάκριτον, Όπως το ύδωρ εν τω ύδατι.
— Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.
Και ανεζήτει εν μέσω των αεικίνητων σκωλήκων η μήτηρ, που ήτο τρόμος να βλέπης τους απείρους μαύρους οφθαλμούς με τα στακτερά σωληνοειδή σώματα, ανεζήτει υπό τα φύλλα κρυπτόμενα τα ακαμάτικα , τα οποία δεν κάμνουν κουκκούλια, δεν προκόπτουν , τα ανεύρισκε, διακρίνουσα ταύτα μετ' επιτηδειότητος, και τα έρριπτεν εκ του παραθύρου εις την οδόν, επιλέγουσα σιγά-σιγά: — Άιντε, ακαμάτες, που είσθε σεις για κουκκούλια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν