United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για το Μαλάμο μώλεγε της Λάμαρης ξεφτέρι, Για του Ζαβέλλα τα παιδιά, του Βότσαρη τη 'Λένη Τη Μόσχο και τη Λιάκενα τη μπαρουτοθρεμμένη· Για το Γυφτάκη μώλεγε, και για το Μητρομάρα, Τον Καλιακούδα, τον Λουκά, και για τον Νικοτσάρα. Και, μια τρισκότειδη βραδειά, μια Κυριακή, μια σκόλη, Μου είπε πώς μας πήρανε την ώμορφη την Πόλι.

Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτα ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλια το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτο συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμισκί του 'ςτο χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια. — Την πάλλα του τη φυλάν 'ςτην Πόλη μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος.

Για τον Ανδρούτσο μώλεγε, για το Βλαχοθανάση, Της Αλαμάνας το στοιχειό το Διάκο το Θανάση, Τον Κούρμα τον πελώριο, τον Πάνο Μεϊτάτη, Για το μικρό Χορμόπουλο, και για το Σπαθογιάννη· Και για του Βάλτου το θεριό το Χρήστο το Μιλιώνη· Για του πελάγου το πουλί μώλεγε τον Κατσώνη, Διά της Κασσάνδρας το Σταθά, το γέρο Μπουκουβάλα, Το Ζήτρο τον ανήμερο, τον άγριο Κώστα Πάλλα, Το Χρήστο Γρίβα τον αετό της Λάμιας, το Λαμπέτη, Για τον χαμένον αδελφό του Διάκου Μασσαβέτη, Και για τον πάτερ-Σαμουήλ της Κιάφας μας τ' αστέρι.

»Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια, Και μώλεγε να δεηθώ για κειούς που το χειμώνα Σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ' αγριοκαίρια Για να μη ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου Να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου, Μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου Να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου

Κι' αυτή όλο μ' ευχαριστούσε και μου χαμογελούσε γλυκά, κ' εγώ, αμίλητος πάντα, όλο ανατρίχιαζα γλυκότερα μέσα μου. Κάποτε τη ρώτησα στο δρόμο να μου ειπή πού χτύπησε. — Πουθενά, μώλεγε αυτή συμπαθητικά. Αλλ' από τ' αλαφρό σούφρωμα τ' ώμορφου προσώπου της κι από το συχνό βάλσιμο του χεριού της στη μέση, κατά τα νεφρά, ένοιωθα 'γώ ότι χτύπησε κι ότι πονούσε και τόκρυφτε. Όσο που της είπα μια φορά.

Την πάλλα του την φυλάν 'ςτήν Πόλι μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος. Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα.

Για το Βλαχάβα μώλεγε του Ολύμπου το θρεφτάρι, Το Γρίβα του Ξερόμερου το δράκο το λιοντάρι, Τ' αδέρφια τ' αξεχώριστα τους Κατσικογιανναίους, Και για της Μάνιας τα παιδιά, τους Κολοκοτρωναίους.

Κι όσο σ' αυτόν τον ψεύτικο τον κόσμο μας θα ζήσης, Τον Τούρκο, τον αντίχριστο, ποτέ μην αγαπήσης! — Κι απ' τότε ως που μεγάλωσα κάθε χειμώνα βράδυ, Ενώ απ' όξω η αστραπαίς έσχιζαν το σκοτάδι Κ' έβρεχε κ' έρριχνε 'ψηλάτα κορφοβούνια χιόνι Και δεν ακούγονταν ψυχή ούτε η φωνή του γκιώνη, Μ' έπαιρνε η μάνα ς' τη φωτιά κι' άρχιζε να μου λέη Ά, όχι τα συνήθηα Που λεν γρηούλαιςτα μικρά παιδάκια παραμύθια· Μώλεγε λόγια, που κι' αυτή διηγώντάς τα να κλαίη.

Κι αυτή όλο μ' ευχαριστούσε και μου χαμογελούσε γλυκά, κ' εγώ, αμίλητος πάντα, όλο ανατρίχιαζα γλυκότερα μέσα μου. Κάποτε τη ρώτησα στο δρόμο να μου ειπή πού χτύπησε. — Πουθενά, μώλεγε αυτή συμπαθητικά. Αλλ' από τ' αλαφρό σούφρωμα τ' άμορφου προσώπου της κι από το συχνό βάλσιμο του χεριού της στη μέση, κατά τα νεφρά, ένοιωθα 'γω ότι χτύπησε κι ότι πονούσε και τόκρυφτε. Όσο που της είπα μια φορά.

«Ύστερα μώλεγε κρυφά να σου ζητώ τη χάρη Να μ' αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω Και να μην έρθη ο θάνατος να μ' εύρη, να με πάρη Πριν πολεμήσω ελεύθερος, για σε πριν το ματώσω. Πατέρα παντοδύναμε! Άκουσες την ευχή μου Μου φύτεψες μες την καρδιά, αγάπη, πίστη, ελπίδα, Έδωκες μιαν αχτίδα σου, αθέρα στο σπαθί μου Και μούπες, τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα.» »Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου!