Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
— Εξαδέλφη Μαχούλα, ήρχισα εγώ, χωρίς άλλως ν' απαντήσω εις την φιλόφρονα προσφοράν της, θυμάσαι, τω καιρώ εκείνω, όταν ήμουν εγώ παιδί, που έζωνες με κηρί το ξωκκλήσι της Αγίας Αναστασίας; — Θυμούμαι, απήντησε. — Πες μου, σαν να μη ξέρω, γιατί το έκανες;
Ο γείτονάς μου ο Κωνσταντής ο Ρήγας, έξυπνος και κοσμογυρισμένος άνθρωπος, άμα ιδή να γεννηθή κανέν αγόρι στη γειτονιά, και βλέπει της γυναίκες κι' όλους τους συγγενείς νάχουνε χαρές, συνειθίζει να λέη· «Χαρήτε, βρε παιδιά· γεννήθηκε κι' άλλος χαμάλης!» Ακολούθως ηρώτησα την εξαδέλφην μου αν τυχόν συνέβησαν και άλλα τινά περίεργα εν σχέσει με την υπόθεσιν ταύτην. Η Μαχούλα απήντησεν·
Τα παιδιά του τώχουν ρίξει στο εμπόριο, δεν ανακατεύονται με τη θάλασσα. Μου φαίνεται πως θέλουν να τα ξεκάνουν τα καράβια. Ο Μοναχάκης πετούσε από τη χαρά του. — Καλότυχε Μοναχάκη, είπε η Μαχούλα, λες και θα πάρης καμμιά κοπέλλα! Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Κοπέλλα μαθές. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος!....
«Ου θυσία, ουχ ολοκαύτωμα, ου τόπος τού καρπώσαι». Και η μυστική λειτουργία, την οποίαν ετέλει προ χρόνων πολλών περί τους τοίχους του η φιλόστοργος Μαχούλα, η εξαδέλφη μου, δεν θα είχε ξαναγείνει πλέον από πολλού.
Η εξαδέλφη μου Μαχούλα έμεινε, μαζύ με την μικράν επταετή παιδίσκην της, και με δύο άλλας γυναίκας, γειτόνισσές της, αι οποίαι την είχον συνοδεύσει εις την εκδρομήν. Αύται περιήρχοντο εις τους λοφίσκους και εις τα ρεύματα, εις τα πέριξ του ναού συλλέγουσαι αγριολάχανα και μανιτάρια. Η εξαδέλφη μου Μαχούλα, ιδού τι έκαμεν.
Κατόπιν πάλιν έφερε νέαν γύραν, απαράλλακτα όπως την πρώτην, και προσήρμοσε το νέον έμβολον του κηρωμένου νήματος, παραλλήλως και εγγύτατα υπό το πρώτον. Εις την τρίτην γύραν και τετάρτην, και καθεξής μέχρι της εβδόμης. Επτάκις έκαμε τον γύρον του κτιρίου, και με επτά έμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν, η εξαδέλφη μου Μαχούλα, όλον τον ναΐσκον.
Εις εμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην εκεί, το πράγμα εφαίνετο παράξενον, όσον ήθελε φανή εις μαθητήν της γ' τάξεως επαρχιακού γυμνασίου, δραπετεύσαντα άμα τη ενάρξει των μαθημάτων, εις το μέσον του έτους. Αλλ' η εξαδέλφη μου Μαχούλα ήξευρε τι έκαμνεν. Ένα υιόν, μονάκριβον, τον είχεν. Και είχε τεσσάρας κόρας μικράς, των οποίων η μεγαλειτέρα ήτον ήδη δεκαέξ χρόνων.
Ήτον εκ των γυναικών εκείνων των εχουσών δευτέραν νεότητα, ανθηροτέραν της πρώτης· ωχρά, και αφελής, και άπλαστος, εφαίνετο άσχημη εκ πρώτης όψεως, αλλά μετά δεύτερον βλέμμα ανεκάλυπτέ τις εις το πρόσωπον της άφατον γλυκύτητα. Ήτο νύμφη και ιέρεια και γυνή. — Πού 'ς αυτόν τον κόσμο, εξάδελφε! μου λέγει. Η εξαδέλφη Μαχούλα είχεν ελαιώνα εις τα μέρη εκείνα.
Κι' αγάπησε μίαν κόρην, ήτις ήτον μεγαλειτέρα απ' αυτόν στα χρόνια, και ήθελε να την λάβη σύζυγον. «Ή θα την πάρω, μάνα, ή θα σκοτωθώ». Το είχε πάρει κατάκαρδα. Ήτον «ερωτοχτυπημένος». Τώρα, τι να κάμη η εξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν' αφήση τον υιόν της να εμβή στα βάσανα, τόσον νέος, κι' αυτή να έχη τεσσάρας κόρας ανυπάνδρους, να τας καμαρώνη; Και ποιος γονιός το δέχεται αυτό;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν