Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Όπως οι καλόγηροι, ούτω είχαν αρχίση να υπανδρεύωνται εις την Σικελίαν και αι χορεύτριαι. Τους απαύστως παραπονουμένους διά τα καύματα του Ιουλίου, τον κονιορτόν, τον Δήμαρχον, την λειψυδρίαν και ρυπαρότητα των δρόμων Αθηναίους συμβουλεύομεν ν' αποδημήσωσιν επί ένα μήνα, ουχί Ιούλιον αλλά και Απρίλιον, εις Κάιρον της Αιγύπτου.
Ύστερα θα γυρίσω στον Περαία. Από κει μπαίνεις στο βαπόρι και ξαναγυρίζεις. Ένα μήνα, ενάμισυ βία. — Ας το δοκιμάσωμε κι' αυτό, είπε η παπαδιά. Το ταξίδι αποφασίσθηκε. Η παπαδιά ετοίμασε τον καλό της, τούφκιαξε τα ρούχα του, του ζύμωσε και παξιμαδάκια με τη ζάχαρι για το ταξίδι, σαν το παληό καιρό. — Ποιος θα μου τώλεγε; είπε. Ύστερα από τόσα χρόνια, να γυρίσω πάλι στα ίδια.
Και μικράν μεν ναυμαχίαν έκαμαν οι Σάμιοι· μη δυνάμενοι δε να ανθέξουν υπεχώρησαν εις τους πολιορκητάς τον ένατον μήνα, και παραδοθέντες διά συνθήκης κατηδάφισαν το τείχος των, έδωκαν ομήρους, παρέδωκαν τα πλοία και υπεχρεώθησαν να πληρώνουν κατά προθεσμίας τα δαπανηθέντα χρήματα. Εσυνθηκολόγησαν δε και οι Βυζάντιοι να μένουν υπήκοοι καθώς ήσαν πρότερον.
Αφού δε εγύρισαν, την νύκτα, κ' εβόλεψε την βάρκα, και ήτο έτοιμος ν' αποβιβασθή και αυτός πηδών εις την άμμον, με τα ένα χέρι βαστάζων τα οψάρια εις ορμαθούς, τα μερίδιόν του, και με το άλλο τα παπούτσια του, εγλύστρησε κ' έπεσεν εις την θάλασσαν κ' εκτύπησε 'ς τα μούτρα σε κάτι πέτραις οπού ήταν ένα μήνα πρισμένα.
Καθώς δε θα λάβουν με τον κλήρον την πρώτην φοράν τα μέρη των, να αλλάζουν διαρκώς τον άλλον μήνα κατά σειράν τας τοποθεσίας της χώρας υπό την αρχηγίαν του φρουράρχου προχωρούντες δεξιά κυκλικώς. Ως δεξιόν δε ας θεωρηθή το ανατολικόν μέρος.
Τ' έχεις, φλογέρα, και μου κλαίς και μου παραπονιέσαι; Μη προμαντεύης θάνατο, μη προμαντεύης χάρο; Μη μ' εμπεζέρισες κ' εσύ και θέλεις να μ' αφίσης; Ή μήνα της αγάπης μου το χωρισμό θυμάσαι Και κλαις και θες τον πόνο μου να μερασθής μ' εμένα;
Εκείνοι που φυλάγουνε το Μεσολόγγι τώρα Έχουνε τείχια γύρα τους και αίμα 'ς την καρδιά τους. Αίμα καθάριο, ελληνικό, που δίνει 'ς τα ποδάρια Φτερά, τσιλίκι 'ς την καρδιά, και σαν θεριά, λιοντάρια, Σπιθοβολάει θεόφοβη η φλογερή 'ματιά τους. Ένα δεν έχουν μοναχά, ένα στερεύοντ' όλοι, .... Ψωμί, μπαρούτι, βόλι. Τώρα τους σώθηκε η τροφή κ' έχουν ακέρηον μήνα, Όπου με πείνα πέρασαν.
Ένα μήνα ολοένα ήμουν μέσα στον ιδρώτα, Έως ότου να συνάξω τα μεγάλα μας τα φώτα Και μπορέσω, κύριοι μου, με αυτά να σας φωτίσω ... Είδα κι' έπαθα ως ότου με ακρίβειαν μετρήσω Τας αρχαίας μας τας δάφνας με τον γέρο Ραγκαβή, Και από το γράψε γράψε καταντήσαμεν στραβοί.
— Δεν είν' άσκημη, βιάστηκα να πω. Καισθανόμουν τόση ντροπή, ως νάχα μολογήση πως εγώ ήμουν που την αγαπούσα. Αλλά κατά τον τελευταίο μήνα της διαμονής μου στην πόλη έτυχε και κάτι άλλο που τάραξε τους λογισμούς μου. Στο απέναντι μου σπίτι ήτον ένα ξανθό παχουλό κορίτσι, δέκα πέντε ή δέκα έξη ετών, που μούκανε προκλητικές εμφάνισες, όπως νόμισα τουλάχιστον.
Η θύρα του η μεγάλη και τετράγωνος, με δύο πλατέα φύλλα, ως πυλών πανδοχείου, και το μόνον παράθυρον, ήνοιγον μόνον τας παραμονάς των εκλογών, και τας δικασίμους ημέρας των ποινικών, δύο-τρεις φοράς τον μήνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν