United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΑΕΡΤΗΣ Εις τους καλούς του φίλους ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης πελεκάνος , 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω το αίμα μου τροφήν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τώρα ομιλείς, Λαέρτη, ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι. Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου, και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω, τούτ' ως ίσια γραμμήτον νουν σου θα περάση όπως το φωςτον οφθαλμόν σου.

Έργα μιαρά θα βγουντο φως φανερωμένα, και αντην καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα. Δωμάτιον εις το σπίτι τον ΠΟΛΩΝΙΟΥ Εισέρχονται ΛΑΕΡΤΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ. ΛΑΕΡΤΗΣ Τα πράγματά μου επήραν εις το πλοίο· χαίρε, ω αδελφή μου, και όταν οι άνεμοι βοηθήσουν και ξεκινά καράβι, μη κοιμάσαι, κάμε είδησιν από σε να λάβω. ΟΦΗΛΙΑ Και αμφιβάλλεις;

ΛΑΕΡΤΗΣ Ας γίνη καθώς λέγεις. Ο τρόπος του θανάτου, η σκοτεινή ταφή του, τρόπαιον όχι, ξίφος όχι, και όχι στέμματο λείψανό του επάνω, ουδέ πομπή καμμία, ουδέ παράταξις τιμής, φωνάζουν τόσο από τον ουρανόντην γην, ώστε με βιάζουν το πράγμα να εξετάσω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αυτό πρέπει να γίνη και οπού το έγκλημα ευρεθή να πέσ' η αξίνη. Τώρα, παρακαλώ σε, φίλ', έλα μαζί μου.

Συμφωνείτε και σεις γνωστάαυτόν να γίνουν, καθώς η αγάπη μας το θέλει και το χρέος; Αίθουσα του θρόνου εις το ΚΑΣΤΕΛΙ. Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΜΛΕΤΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ

ΛΑΕΡΤΗΣ Ωσάν ξυλόρνιθα πιασμένος εις το βρόχι 'πώστησα, Οσρίκε· με φονεύ' η προδοσιά μου δικαίως. ΑΜΛΕΤΟΣ Η Βασίλισσα πώς είναι; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Άμα τους είδε να αιματώσουν δείλιασε. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Όχι, όχι· το πιοτό, το πιοτόΑμλέτε μου, ψυχή μουτο πιοτό, το πιοτό· είμαι φαρμακωμένη. ΑΜΛΕΤΟΣ Κακούργημα! την θύραν κλείστε!

Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.

ΛΑΕΡΤΗΣ Ένα ευγενή πατέρα ωστόσο εγώ στερούμαι, έχω μιαν αδελφήναπελπισμένην θέσιν, κ' η αρετή τηςαν οι έπαινοι εμπορούσαν εις ό,τι εχάθη να στραφούνήταν στημένητην κορυφήν της γενεάς μας, να προβάλη με θάρρος εις τον κόσμον την εντέλειάν της. Αλλ' η εκδίκησις θα έλθη.

ΛΑΕΡΤΗΣ Τι; ποια ταραχή 'ναι τούτη; Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ ΛΑΕΡΤΗΣ Ω θέρμη , τα μυαλά μου φρύξε! επτάπικρα τα δάκρυα την αίσθησιν να κάψουν όλην των ματιών μου. — Η τρέλλα σου, μα τον Θεόν, με τόσο βάρος θα πλερωθή, 'πού η ζυγαριάεμάς θα κλίνη.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Γελτρούδη, μη πιης. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Θα πιώ, με συγχωρείς. ΑΜΛΕΤΟΣ Δέσποινά μου, ακόμη δεν τολμώ να πιώ — 'ς ολίγο πίνω. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλα, το πρόσωπο να σου σφογγίσω. ΛΑΕΡΤΗΣ Κύριε, τώρα θα τον 'πιτύχω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Δεν πιστεύω. ΑΜΛΕΤΟΣ Εμπρός, Λαέρτη, διά την τρίτην· χωρατεύεις· παρακαλώ σε, κτύπα με την δύναμίν σου· φοβούμαι μη με παίρνης διά παιδάκι.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Απεθαμένος. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Όμως όχι από αυτόν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Να ερωτά θα τον αφήσης όσο θέλει. ΛΑΕΡΤΗΣ Και πώς συνέβη ο θάνατός του; Δεν θα με παίξουν· στέλνω μες τον μαύρον Άδην όρκους και υποταγήν! συνείδησιν και χάριν παραδίδωτα βάθη της φρικτής αβύσσου! Ας κολασθώ!