United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κυρ-Μανωλάκης παρέμεινε τότε εις την θέσιν του, ίνα περιποιηθή πρώτον τους ξένους και τας κυρίας τωντο κατά δύναμινκαι μετά ταύτα θα μετέβαινε να παραλάβη την σύζυγόν του.

Της συνηθείας διατί να γίνωμαι το θύμα και ν' αδικούμ' απ' των εθνών την πρόληψιν, διότι 'λίγα φεγγάρια προ εμού ήλθ' ένας αδελφός μου; Τι θα πη νόθος κι' αγενής; — Μήπως κ' εγώ δεν έχω σώμα γερόν, μορφήν καλήν και την ψυχήν γενναίαν, 'σάν κάθε άλλο γέννημα κυρίας τιμημένης; Τι νόθος; Έδγαρ γνήσιε, τον κλήρον σου τον θέλω. Τον νόθον απ' τον γνήσιον η πατρική αγάπη δεν τον χωρίζει. Γνήσιος!

Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή.

Γεννήθηκα στη Νεάπολη, μου είπε. Εκεί μουνουχίζουν δυο ως τρεις χιλιάδες παιδιά το χρόνο· τα μισά πεθαίνουνε, τα μισά κάμνουν μια φωνή ωραιότερη από των γυναικών κ' οι άλλοι γίνονται κυβερνήτες κρατών. Μου κάμανε αυτή την εγχείρηση με πολύ μεγάλη επιτυχία κ' έγινα ψάλτης, στο εκκλησάκι της κυρίας πριγκιπέσσας του Παλεστρίνα. — Της μητέρας μου, έκραξα εγώ. — Της μητέρας σας! φώναξε κλαίοντας.

Πού πας, Ασημίνα; φεύγεις; τη ρώτησε. Εκείνη τρόμαξε· πίστεψε πως έβλεπε φάντασμα. Στριμώχτηκε όσο μπόρεσε στον τοίχο για να μη την αγγίξη στο πέρασμά του. Όταν έφτασε στην πόρτα αναστέναξε, σα να κύλισε πέτρα απ' το στήθος της. Εγύρισε και είδε πίσω της στα σκοτεινά της σκάλας. Στο κεφαλόσκαλο σαν προύτζινα αγάλματα φαίνονταν οι κορμοστασιές του αξιωματικού και της κυρίας της.

Όταν είδε τον στρατιώτην, τον επήρε και υπήγε να δείξη εις το παιδί της κυρίας της τον περίεργον αυτόν ταξειδιώτην, ο οποίος εβγήκε μέσα από το ψάρι. Το παιδί τον έβαλεν επάνω εις την τράπεζαν. — Περίεργον! Όχι! Ναι! Τι σύμπτωσις!

Επροσπάθουν ν' αναπλάσω διά της φαντασίας το άγνωστον δράμα, το οποίον υπέκρυπτον οι τρόμοι της Κυρίας Σοφίας και οι λόγοι του αδελφού της και η υπό το κέντημα εικών, αλλά δεν ηδυνάμην να καταλήξω εις συμπέρασμα ικανοποιούν την περιέργειάν μου. Αλλ' όμως πρέπει να εξεύρω τρόπον να διαφωτίσω το μυστήριον. Πώς; — Εσχεδίαζα προς τούτο μυρία σχέδια.

Η Χριστίνα ηναγκάσθη θέλουσα και μη θέλουσα να την δεξιωθή, ενώ εγώ, υποκρινόμενος ότι θέλω ν' αφήσω τας κυρίας να είπωσι τα ιδιαίτερα των, απεσυρόμην εις το γειτονικόν δωμάτιον, αφού έλαβα αναφανδόν τον φάκελλον από τον καθρέπτην. Αι χείρες μου έτρεμαν όταν τον ήνοιξα.

Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν, διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα.

Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας, όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού. — Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος. — Και βέβαια!