Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουλίου 2025


Μεγάλο θάμμα έγεινε εις όλη τη γειτονιάκαι εις όλο το χωριό μάλισταένα Σάββατον πρωί, καθώς επήγεν η νεαρά δασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μικρήν υπασπιστίναν της, το Ουρανιώ, το θυγάτριον του Παναγή του Κυραντώνη, διά ν' ανοίξη την πόρταν του σχολείου· η μικρή υπασπίστρια επροπορεύετο κρατούσα ένα κομψόν κουτί και δύο τυλιγμένα εργόχειρα, έκαμνε χαριτωμένους μορφασμούς και τσακίσματα, είχε την ξανθήν πλεξίδα της λοξά προς το ένα αυτί, κ' ήτο όλη μειδίαμα και χάρις, ώστε η μεν μυτίτσα της εγίνετο πλακαρή και σχεδόν εξηλείφετο από τους δύο μορφασμούς και τ' αυλακάκια τα σχηματιζόμενα εκατέρωθεν, από το πτερύγιον της ρινός έως τα κάτω βλέφαρα, και τα ματάκια της μισοκλεισμένα, ετόξευαν υγρόν σπινθήρα· η διδασκάλισσα χλωμή, με παιδικόν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθώς και η μικρή συνοδός της, αναδεδεμένη τον στέφανον της πλουσίας κόμης της, άμεμπτος εις τα της μόδαςαλήθεια, τα κορίτσια του σχολείου, είχαν μάθει καλούς, πολιτισμένους τρόπους απ' αυτές της δασκάλες· εμάθαιναν γράμματα και χειροτεχνήματα, έκαμναν ως και γυμναστικήν, έν-δύο-τρία, εις το προπύλαιον του Σχολείου· η κόρη του Ντάκου είχε μάθει πώς να χτενίζη τ' αχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, απλωμένα επί των νώτων, μέχρι της μέσης, λευκοφορούσα ωσάν ανεράιδα του βουνού· η παιδίσκη του Στάιου και του Λεγαντή είχον μάθει μπλε μαρρέν, και καρρέ, ακόμη και τρανσπαράν και το θυγάτριον του Σταμάτη του Μπλατσίνη είχε μάθει εις ένα μονότονον αχρωμάτιστον ήχον διάφορα ανόητα τραγουδάκια· όσον αφορά την ξανθήν πλεξίδα λοξήν προς το αυτί, όλαι σχεδόν αι μαθήτριαι την είχον αναπετάσει εσχάτως· άλλοι έλεγον ότι απ' εκείνο το αυτί εβγήκε το μυαλό της δασκάλας και των κοριτσιών, άλλοι έλεγον ότι εξητμίσθη από την κορυφήν της κεφαλής, διά μέσου των ριζών εκάστης τριχός, και άλλοι έλεγον ότι είχε φύγει απάνω από την οροφήν του Σχολείου· πλην ταύτα ήσαν λόγια των γραϊδίων της γειτονιάς, των γλωσσαλγών, όπου μεταχειρίζονται την ρόκαν μόνον ως συνόδευμα των κινήσεων της γλώσσας, ή έχουν την κακολογίαν οιονεί ως κέλευσμα προς ανακούφισιν του κόπου της ρόκας.

Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές, νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνααποκοιμήθη ; Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για πάντα. Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα! Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας.

Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε. — Και πότε με το καλό θα φύγωμε, ψυχομάννα; — Το γρηγορώτερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψωμε σιγά-σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψωμε τις δουλειές μας και να ρίξωμε πέτρα πίσω μας.

Και υπό την εντύπωσιν ταύτην διακρίνω τας ομιλίας και τα γέλια της Ναυσικάς και των συντρόφων της εις τον πολύχαρον θόρυβον ομάδος κοριτσιών, διερχομένων εις απόστασιν. Έπειτα εις την φαντασίαν μου περνά ο Δημοσθένης, αγορεύων προς την θάλασσαν και αγωνιζόμενος να λύση τον γλωσσοδέτην του.

Δεν πιστεύω τίποτα, είπε ο Μαρτίνος, ούτε σ' όλα τα ονειροπολήματα, που μας διηγούνται αυτό τον τελευταίο καιρό. — Αλλά για ποιο σκοπό λοιπόν πλάστηκε αυτός ο κόσμος; — Για να μας κάνη να λυσσάξουμε, είπε ο Μαρτίνος. — Δε σας εκπλήσσει πολύ, εξακολούθησε ο Αγαθούλης, ο έρωτας αυτών των δυο κοριτσιών της χώρας των Αυτιάδων για τις δυο μαϊμούδες, που σας έχω μιλήσει;

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν