United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως η Κυρά Ρήνη γελά διά τούτο· τι ελαφρή καρδιά! χάνει κανείς ένα πετεινάρι και κάμνει τ' αδύνατα δυνατά διά να το εύρη και λυπείται και στενοχωρείται και όχι ένα άνθρωπον εκεί, ένα παλληκάρι!. . . Αλλά την γνωρίζει καλά την μητέρα της- πάντα κακή, πάντα αδιάφορος εφέρθη προς τον Γιάννο από τα μικρά του χρόνια ακόμη.

Επήγε πάλιν εις την πόλιν σε μια φίλη της. Και ο Αλβέρτοςκαιπρέπει να φύγω! 10 Σεπτεμβρίου. Τι νύχτα ήτον! Γουλιέλμε! Τώρα αντέχω εις όλα. Δεν θα την ιδώ πλέον! Ω! γιατί δεν δύναμαι να ριφθώ στο λαιμό σου, με χίλια δάκρυα και εκστάσεις να σου εκφράσω καλέ μου, τα αισθήματα τα οποία πολιορκούν την καρδιά μου!

Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.

Κι' αμαξάδες μέσα έστεκαν όρθιοι, κι' η καρδιά τους χτύπαε να νικήσουν. 370

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς θά ’τονε να τον ιδώ τον δούλο τούτον; ΙΟΚΑΣΤΗ Εδώ είναι. Μα γιατί ποθείς αυτό το πράγμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι: περισσότερα μίλησ’ από όσο έπρεπε. Ιδού το αίτιον της επιθυμίας. ΙΟΚΑΣΤΗ Γλίγωρα θα ’λθη. Αλλ’ άξιζα κ’ εγώ να μάθω, τι σου βαρύνει την καρδιά σου, βασιλιά μου.

Εάν έχη φίλον, θα το διακοινώση εις τον φίλον του· εάν έχη πίστιν, θα το εκμυστηρευθή εις τον πνευματικόν του, άλλως η υπερχειλής του καρδία θα εκχυθή εις ασυναρτήτους μονολόγους, — ή, εάν γνωρίζη να γράφη, θα χαράξη επί του χάρτου τον θλιβερόν μονόλογον του. Ιδού διατί έγραφεν ο Μάρθας.

Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πως θυμώνω, και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ' το σκαμνί εσηκώθη. «Κακούργα, δε σ' αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου· »σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι' αυτόν τα δάκρυα χύνεις». Χύθηκ' ευθύς ακράτητη κ' εβγήκε από την πόρτα, πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα, που πηγαινώρχεται, τροφή να φέρη στα πουλιά της.

Πώς σε ξεπλάνεψαν, καρδιά, δυο μαύρα μάτια κόρης, Που την αγάπη σου ποτέ δε θα μπορής να δείξης;» — Τι επέρασε πολύς καιρός, επέρασαν τρεις χρόνοι, Που η κόρη τώφερνε ψωμί κάθε βραδύ στη στάνη Και του βοηθούσε στ' άρμεγμα και τώπαιρνε το γάλα, Κι' ο Λάμπρος πάντα δείλιαζε για να της πη τον πόνο.

Αυτός, όπου είναι, τώρα σε 'λίγο, θάρθη 'δω, γιατί θα σουρουπώσει, και δε θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω . . . Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή όπως δεν με είδε ως τώρα». Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην. Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως· «Καρδιά! . . . αυτό είναι μια απόφαση». Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.

Καρδία καθαρά και προσευχή προς τον Θεόν, ιδού τα όπλα δι' ων ο Βάγκος παλαίει κατά του Σατανά. Εν τη ποιήσει του Σαικσπείρου αλλέως βλέπουσι την φύσιν οι χρηστοί, αλλέως δ' οι κακοί.